Οι πραγματικά σπουδαίες ταινίες δεν είναι διαχρονικές. Είναι άχρονες.
Φέρουν αναπόφευκτα και επιβεβλημένα (ως μια, ίσως και τη μόνη ασφαλή ταυτότητά τους), τα διακριτικά της εποχής της κατασκευής τους, αλλά σε κάθε εποχή μοιάζει σαν να τις βλέπεις για πρώτη φορά. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ πριν, σαν να μην γράφτηκε ποτέ κάτι γι' αυτές, σαν να είναι φτιαγμένες από έναν άγνωστο πρωτοεμφανιζόμενο δημιουργό, σαν ακόμη κι εσύ - ακόμη και μετά από επαναληπτικές, εξαντλητικές θεάσεις - να μοιάζεις με τον πρώτο θεατή που τις είδε χωρίς να γνωρίζει τίποτα, χωρίς να υποψιάζεται την επίθεση που ετοίμαζαν στο θυμικό (και το σωματικό, ναι) του, χωρίς να μπορεί, βέβαια, να προβλέψει τη σπουδαιότητά τους.
Ο «Θίασος» είναι μια σπουδαία ταινία, όχι για τη μοναδικότητά της στην ελληνική κινηματογραφική ιστορία, σίγουρα όχι για τις επικές διαστάσεις που τις απέδωσαν λόγω της πέραν των τρεισήμισι ωρών διάρκειά της και αδιαμφισβήτητα όχι επειδή συγκαταλέγεται δίκαια στις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών παγκοσμίως και θεμέλιος λίθος στη φιλμογραφία του δημιουργού της - ό,τι θα ακολουθούσε στο έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλου θα παρέμενε συνταρακτικό, αλλά βυθισμένο ολοένα και πιο πολύ σε ένα φορμαλισμό που δεν θα αργούσε να οδηγήσει στην αυτοαναφορά.
Ο «Θίασος» είναι μια σπουδαία, ως άχρονη, ταινία.
Το παιχνίδι της με το χρόνο είναι μνημειώδες, αφού διαδραματίζεται εντός κι εκτός οθόνης, εντός κι εκτός σκηνής, αλλά τελικά εντός κι εκτός εποχής. Και είναι εκεί στις πρώτες κιόλας στιγμές που η κίνηση της κάμερας στις 360 μοίρες ή η επιμονή της να μένει ανοιχτή ακόμη κι όταν η σκηνή - όπως την ξέραμε μέχρι τότε - έχει τελειώσει, παύει να είναι ένα (εντυπωσιακό) τέχνασμα ή ένα (ακόμη πιο εντυπωσιακό) πείραμα (σε μια εποχή που ευνοούσε κάθε ποιητική αυθαιρεσία πάνω στους κανόνες της αφήγησης) και γίνεται ο απέριττος, συγκλονιστικός, ανατριχιαστικός αφηγηματικός της πυρήνας.
Πολύ νωρίς μέσα στην αφήγηση, νιώθεις (περισσότερο απ’ όσο καταλαβαίνεις με ευκρίνεια) ότι το μόνο που δεν αλλάζει στο «Θίασο» είναι οι ηλικίες του «θιάσου» της και το γεγονός πως όλη η ταινία διαδραματίζεται το χειμώνα. Ολα τα υπόλοιπα - από τις εποχές, τα χρόνια και τις πολιτικές ηγεσίες, μέχρι τα σκηνικά, το κοστούμια, τα λόγια και τα τραγούδια - όλα μοιάζουν με μια ρευστή μάζα που απλώνεται στον φιλμικό (και όχι μόνο) χρόνο, πετυχαίνοντας το ακατόρθωτο: όχι μόνο την ακύρωση της γραμμικής αφήγησης ή μια ριψοκίνδυνη ακροβασία με το χρόνο, αλλά ουσιαστικά την ενσωμάτωση σε μια και μόνο σκηνή, σε ένα και μόνο βλέμμα, σε μια και μόνη ανάσα του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος.
Ο «Θίασος» ξεκινάει και τελειώνει με την ίδια σκηνή. Οι περιπλανώμενοι ηθοποιοί ενός θιάσου που τυχαίνει να είναι και μέλη της ίδιας οικογένειας, φτάνουν στο Αίγιο, είναι άυπνοι δύο βράδια, συνεχίζουν όμως να παίζουν την «Γκόλφω» με το ίδιο πάθος σε μια περιοδεία σε όλη την Ελλάδα, χωρίς τέλος. Οσες φορές κι αν δεις την ταινία, είτε με μάτια απλού θεατή είτε ενός μελετητή, είσαι σίγουρος πως δεν είναι η ίδια σκηνή, αλλά πως έχει ξαναγυριστεί για να μοιάζει με μια ίδια σκηνή. (Δεν) Εχει σημασία;
Ανάμεσα στις δύο αυτές πανομοιότυπες σκηνές, ο φιλμικός χώρος διαστέλλεται και μετατρέπεται (ερήμην των πρωταγωνιστών, μάλλον και ημών) σε μια σκηνή όπου παίζονται ταυτόχρονα το έργο του Περεσιάδη ως μακρινός βουκολικός απόγονος των αρχαίων τραγικών, απανωτές δικτατορίες, εκλογικές αναμετρήσεις και εμφύλιοι που ταλανίζουν μια από τις πιο ταραγμένες εποχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και ένα οικογενειακό δράμα που ενώνει όλες τις γραμμές του μύθου, όπως αυτός γράφεται μέσα στους αιώνες: σαν ένα έργο με αρχή, μέση, τέλος, αριστοτέλειους κανόνες και την ακύρωσή τους, ταυτόχρονα, επιβεβλημένα, χωρίς φόβο και πάθος.
Ο «Θίασος» είναι δομημένος αυστηρά στους πυλώνες που τον αποτελούν: το ελληνικό τοπίο (κόντρα στην ηλιόλουστη τουριστική ελληνική ευημερία αλλά και τις ίδιες τις ηλιοκαμένες «Μέρες του ’36», ο Αγγελόπουλος ξεκινάει εδώ το ταξίδι του στην κρυμμένη από την ομίχλη και το κρύο Ελλάδα), τις πολιτικές εξελίξεις από το 1939 μέχρι και το τέλος του '50 (στη σημαντικότερη σκηνή της ταινίας μια γιορτή υπέρ των απελευθερωτών Αγγλων θα ολοκληρωθεί με μια διαδήλωση εναντίον τους μέσα στην ίδια σκηνή), το μύθο του Οιδίποδα και αυτόν της Γκόλφως (σαν απαρχές όλων των μύθων τότε και τώρα και για πάντα), τους διακριτούς μονόλογους που σπάνε τον τέταρτο τοίχο (με κορυφαίο εκείνο το μονοπλάνο της Εύας Κοταμανίδου στο οποίο θα μπορούσε να συνοψιστεί μεμιάς όλη η θεώρηση του έργου του Αγγελόπουλου για την ιστορία, την πολιτική και το χρόνο), το soundtrack από τα τα τραγούδια που υπέροχα επιμελήθηκε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης (δίνοντας πνοή μελαγχολικής ανανέωσης, σαν jukebox αφύπνισης και λήθης μαζί).
Και τίποτα από όλα αυτά, αφού ο «Θίασος» καταφέρνει να αποσπαστεί από τη βαρυφορτωμένη θεωρητική του εξάντληση μέσα στις δεκαετίες επειδή πριν και μετά από οτιδήποτε είναι μια ταινία για το χρόνο. Για το χρόνο που ορίζει το σινεμά ως η απόλυτη τέχνη που τον αφορά, για το χρόνο που ορίζει η πραγματική ζωή όταν την κινηματογραφείς κατασκευάζοντάς την την ίδια ακριβώς στιγμή που την καταστρέφεις, για το χρόνο που χρειάζεται για να ζήσεις μια ολόκληρη ζωή ως άνθρωπος αλλά και ως χώρα, πριν στρέψεις το βλέμμα πίσω στις αμέτρητες μικρές και μεγάλες τραγωδίες που σε έθρεψαν και νιώσεις περήφανος πως, με το κλείσιμο της αυλαίας, παραμένεις ζωντανός.
Ο χρόνος στο «Θίασο» αποτελείται από ελλείψεις, αναμονές, σιωπές, από τα λεπτά που χρειάζεται η κάμερα να κάνει έναν τέλειο κύκλο στο χώρο και στα δευτερόλεπτα που μια ανεπαίσθητη κίνηση αλλάζει το γραμμένο, αλλάζει την πλοκή, μπερδεύει τη μυθοπλασία με την αλήθεια, το τεχνητό με το ρεαλιστικό, το ποιητικό με το ανερυθρίαστα «in your face». Σαν ένα ρολόι που βαριανασαίνει τα λεπτά πάνω στα αγγομαχητά των ανθρώπων, ο «Θίασος» μετράει αντίστροφα από τον δεκαπεντασύλλαβο μέχρι τα ξύλινα συνθήματα και από την αφήγηση (ως μητέρα όλων) μέχρι ένα όνομα από το στόμα μιας κατά λάθος μάνας, και ταυτόχρονα μετράει προς τα μπροστά, σε ένα σύμπαν φτιαγμένο από τον απόηχο όλων των προηγούμενων γενεών που μάταια φώναξαν την αλήθεια τους στο μέλλον
Λίγο πριν το τέλος, σε μια λάθος (κι όμως ολόσωστη) θεώρηση του χρόνου που περνάει και δεν ξαναγυρνάει, ο μικρός Ορέστης θα είναι ο μόνος που θα έχει μεγαλώσει, έτοιμος να ανέβει στη σκηνή. Αυτό που τον ενώνει με ένα πανέμορφο, μέσα στην σταστιμότητά του, πλάνο, τρεις ώρες νωρίτερα, στο καφενείο, όταν το έσκασε ως «μπάσταρδο» από τη μάνα του για να βγει στην πλατεία του χωριού, είναι αυτή η ευκολία των ανθρώπων (σύμβολα εδώ, σύμβολα και μέσα στο πέρας του ιστορικού χρόνου), να μπαινοβγαίνουν στην Ιστορία και παρόλο που πεθαίνουν (ή γεννιούνται) ξανά και ξανά και ξανά, παραμένουν πρωταγωνιστές μιας ιστορίας που τελικά γράφουν οι ίδιοι, περισσότερο από όσο το κάνουν παράνομα αντάρτικα, Δεκεμβριανά ή εμφύλιοι, έχθρες και προδοσίες εφήμερες, βασανιστικά επαναλαμβανόμενες εδώ σε αυτή τη χώρα και αλλού.
Ορθιοι, κουρασμένοι πάλι και άυπνοι (γιατί ίσως ο χρόνος δεν είναι παρά ένα όνειρο), οι ηθοποιοί αυτής της τραγωδίας που λέγεται Ελλάδα (ή και ανθρώπινη κατάσταση), θα φτάσουν πάλι στο Αίγιο για μια ακόμη παράσταση. Και θα παραταχθούν. Σε μια σαν φωτογραφία που αποτυπώνει το εκεί, το τώρα και το μετά. Το χρόνο που όταν γίνεται αφήγηση χάνει τις συντεταγμένες της εποχής του και καταφέρνει να αφορά κάθε εποχή. Με την ίδια επείγουσα ανάγκη - αυτή η παράσταση που λέγεται ζωή να μην τελειώσει ποτέ και κάθε φορά που στέκεσαι απέναντί της ως θεατής να μοιάζει σαν να την βλέπεις πρώτη φορά.
Σαν η Ιστορία να είναι η ίδια και το μόνο που αλλάζει να είναι το βλέμμα.