Παρίσι, 13 Νοεμβρίου 2015. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο γήπεδο Stade de France (όπου ο Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ παρακολουθούσε ποδοσφαιρικό αγώνα), στα καφέ και τα εστιατόρια του 10ου διαμερίσματος όπου άμαχος πληθυσμός απολάμβανε την Κυριακή του, και η αιματηρή τους κορύφωση στο κλαμπ Bataclan με τους τρομοκράτες να ανοίγουν πυρ κατά τη διάρκεια συναυλίας, άφησαν πίσω τους πάνω από 130 νεκρούς και μια βαθιά λαβωμένη Γαλλία. Ο Ολάντ έδωσε λευκή κάρτα στις μυστικές υπηρεσίες και την αστυνομία για να βρουν και να τιμωρήσουν τους ενόχους. Η ταινία ακολουθεί τους ειδικούς πράκτορες τις 5 μέρες που ακολούθησαν, σ' ένα από τα μεγαλύτερα ανθρωποκυνηγητά που έζησε η Ευρώπη.

Μία ιδεολογικά σωστή και κινηματογραφικά ψύχραιμη επιλογή του Σεντρίκ Χιμένεζ είναι να μην επιχειρήσει καν να αναπαραστήσει την τραγωδία, αλλά όσα την ακολούθησαν. Το τραύμα για τους Γάλλους, αλλά κι ολόκληρο τον κόσμο, είναι ακόμα πολύ νωπό για να το ακουμπήσει ο κινηματογραφικός φακός - τουλάχιστον με μία τέτοια ταινία, όπου η δράση, η ηλεκτρισμένη κίνηση της κάμερας και το αγωνιώδες μοντάζ την κατατάσσουν σε ένα mainstream αστυνομικό θρίλερ.

Ο Χιμένεζ επιλέγει να καταγράψει ως δράμα δωματίου αλλά και καταιγισμό πληροφορίας, ονομάτων, και «cop lingo», τα αξημέρωτα βράδια στα αρχηγεία της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και με δαιμόνια ένταση τις επιχειρήσεις των ειδικών δυνάμεων στις συλλήψεις των υπόπτων.

Κι εκεί, ξεφεύγουν οι ισορροπίες. Η πυκνή αφήγηση μοιάζει να πυροβολεί τον θεατή με δεδομένα που δεν μπορεί να συγκρατήσει, ενώ η δράση που τρέχει καταδιωκτικά μοιάζει να μην επιτρέπει χρόνο επεξεργασίας των εξελίξεων.

Ενώ προτάσσει (και κάπως ηρωικά) τους πρωταγωνιστές αστυνομικούς και ειδικούς πράκτορες, δεν κλέβει καμία στιγμή να τους εξανθρωπίσει, να συνδεθούμε με την αγωνία τους απέναντι στην τραγική ιστορική στιγμή που καλούνται να ανταπεξέλθουν.

Πάνω από όλα όμως ο Χιμένεζ αποτυγχάνει να «συλλάβει» τον μεγαλύτερο πρωταγωνιστή του. Το Παρίσι. Την ατμόσφαιρα που ακολούθησε των επιθέσεων. Την μελαγχολία, την πληγή, τη δύναμη των κατοίκων. Κι εκεί χάνεται η μεγάλη ευκαιρία για μία μεγάλη ταινία.

Ενα τόσο σημαντικό θέμα περιορίζεται στην ταχύτητα των ρυθμών ενός θρίλερ, μίας στιλιστικά χολιγουντιανής action movie, με σταρ (αλλά κι άλλους ανεκμετάλλευτους) πρωταγωνιστές.