Στα ντοκιμαντέρ δεν υπάρχουν προειδοποιήσεις «σκληρών εικόνων» για το κοινό. Αν ξέρεις ότι βλέπεις ένα ντοκιμαντέρ για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μάλλον υποψιάζεσαι πως οι εικόνες που θα ακολουθήσουν θα είναι σκληρές, αποτρόπαιες, σαν αυτές που σίγουρα έχεις ξαναδεί στο παρελθόν σε μια σειρά από τηλεοπτικά και κινηματογραφικά ντοκιμαντέρ που προσπάθησαν να κρατήσουν τη μνήμη ζωντανή, ακριβώς τη στιγμή που όλοι ήθελαν απλά να ξεχάσουν...
Διάσημο ήδη από τις μέρες της προετοιμασίας του, το «Night Will Fall» του Αντρέ Σίνγκερ, δεν προετοίμαζε, ωστόσο, κανέναν για αυτό που τελικά είναι, ένα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ που γυρίστηκαν ποτέ πάνω στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την αγωνιώδη προσπάθεια μιας ομάδας ανθρώπων να μην σβήσουν ποτέ από το μεγάλο χάρτη αυτού του κόσμου ό,τι συνέβη, καταγράφοντας με διαύγεια και τεχνική τις πιο σκληρές εικόνες που αντίκρισε ποτέ ανθρώπινο μάτι για την πιο σκοτεινή σελίδα της σύγχρονης παγκόσμιας ιστορίας.
H ιστορία που αφηγείται το «Night Will Fall» είναι συναρπαστική και ταυτόχρονα ενδεικτική του γιατί οι εικόνες που τράβηξε ο βρετανικός στρατός από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έμειναν στο συρτάρι για 70 ολόκληρα χρόνια πριν παρθεί η μεγάλη απόφαση πως είχε έρθει επιτέλους η ώρα να αποκαλυφθούν.
Ηταν 1945, όταν ο βρετανικός στρατός απελευθέρωσε τους κρατουμένους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν - Μπέλσεν. Μαζί τους έφτασε και ο Σίντνεϊ Μπερστάιν, ένας πρωτοπόρος του σινεμά που υπήρξε υπεύθυνος για την παραγωγή ταινιών κατά τη διάρκεια του πολέμου και αναζητούσε ήδη από τους πρώτους μήνες του 1945 υλικό από τις αγριότητες των Γερμανών. Αυτά που είδε στο στρατόπεδο τον κινητοποιήσαν να κάνει μια ταινία για τις φρικαλεότητες του πολέμου, χρησιμοποιώντας υλικό που είχε ήδη κινηματογραφηθεί από οπερατέρ του βρετανικού στρατού αλλά και συνεντεύξεις με Βρετανούς αξιωματούχους και μέλη των SS. Το υλικό που συγκεντρώθηκε από δέκα στρατόπεδα συγκέντρωσης (ανάμεσά τους το Νταχάου και το Αουσβιτς) έφτασε στο Λονδίνο για να μονταριστεί, ενώ ο Μπερστάιν ζήτησε τη βοήθεια του Αλφρεντ Χίτσκοκ, ο οποίος βρισκόταν ήδη στην Αμερική, για να αναλάβει τη σκηνοθετική επιμέλεια της ταινίας.
Το φιλμ με τίτλο «German Concentration Camps Factual Survey» («Τεκμηριωμένη Eρευνα για τα Γερμανικά Στρατόπεδα Συγκέντρωσης») δεν προβλήθηκε ποτέ και μπήκε στα συρτάρια του βρετανικού στρατού, κάτω από την απειλή του φόβου πως σε μια Γερμανία (αλλά και ολόκληρη Ευρώπη) που προσπαθούσε να ξεχάσει, μια τέτοια υπενθύμιση θα ήταν καταστροφική για τη διατήρηση ενός ειρηνικού κλίματος ανοικοδόμησης. Αντ' αυτού κυκλοφόρησε μια μικρότερη (γερμανική) εκδοχή υπό την εποπτεία του Μπίλι Γουάιλντερ με τίτλο «Death Mills» που προβλήθηκε στην αμερικανική ζώνη κατοχής τον Ιανουάριο του 1946, ενώ υλικό από το αρχικό φιλμ του Μπερνστάιν χρησιμοποιήθηκε ως αποδεικτικό υλικό στη Δίκη της Νυρεμβέργης.
Το 1952 το υλικό του «German Concentration Camps Factual Survey» έφτασε στα χέρια του Αυτοκρατορικού Πολεμικού Μουσείου της Μ. Βρετανίας, μαζί με ένα σενάριο για την αφήγηση και τη σωστή σειρά της θέσης των σκηνών για την ολοκλήρωση του. Η αποκατάσταση της ταινίας ξεκίνησε το 2008, ενώ για πρώτη φορά ολόκληρη προβλήθηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 2014 και σε περιορισμένο αριθμό αιθουσών το 2015.
To «Night Will Fall» αφηγείται αυτήν την ιστορία - αυτής της ταινίας και μαζί εξομολογήσεις των οπερατέρ που συμμετείχαν στη δημιουργία της, ανθρώπων που γνώριζαν τον Μπερνστάιν, μια ηχογραφημένη συνέντευξη του Αλφρεντ Χίτσκοκ και επιζώντες που θυμούνται την παρουσία του βρετανικού στρατού στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εκείνη την «ημέρα» που δεν πίστευαν πως ήταν επιτέλους ελεύθεροι.
Μοιάζει δύσκολο να φανταστεί κανείς πως διαχειρίζεσαι ένα τόσο αποτρόπαιο και ταυτόχρονα ιστορικό υλικό, αλλά ο ανθρωπολόγος και έμπειρος ντοκιμαντερίστας (ανάμεσα σε άλλα και παραγωγός του «Act of Killing» και του «Look of Silence» του Τζόσουα Οπενχάιμερ), Αντρέ Σίνγκερ γνωρίζει ακριβώς τι είναι το «Night Will Fall» και δεν παρεκκλίνει ούτε μια στιγμή από το στόχο του. Τα 12 λεπτά από το «German Concentration Camps Factual Survey» που βλέπουμε (με τα μάτια μισόκλειστα, ας το ομολογήσουμε) μέσα στο «Night Will Fall» είναι μόνο η αφορμή για ένα ντοκιμαντέρ που μιλάει για τη μνήμη και την προσπάθεια της διατήρησής της ως εργαλείο για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Με τον τίτλο του να εμπνέεται από ένα απόσπασμα από το αυθεντικό voice over του φιλμ του Μπερνστάιν «Unless the world learns the lesson these pictures teach, night will fall.», το ντοκιμαντέρ του Σίνγκερ είναι κάτι περισσότερο από ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο ή μια ταινία για το ίδιο το σινεμά και τη σημασία του στη φύλαξη του ιστορικού χρόνου. Με ψυχραιμία, καμία διάθεση επικού μελοδραματισμού, αλλά με έντονο αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορία που αφηγείται το «Night Will Fall» μεταφέρει αυτούσια τη φρίκη, θέλοντας όχι να σοκάρει (αυτό το καταφέρνει από μόνο του το αρχειακό υλικό), αλλά να μιλήσει για το μάθημα που οφείλει το παρόν στον παρελθόν και το μοναδικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να μην επαναληφθεί το λάθος σε έναν κόσμο που μοιάζει να ξεχνάει πιο γρήγορα και από την ταχύτητα με την οποία τα πρώιμα ακόμη τότε καρέ των Βρετανών οπερατέρ κάνουν παν πάνω στις στοίβες με τα πτώματα των αποστεωμένων νεκρών Εβραίων.
Αν ήδη οι ιστορικοί του σινεμά αναζητούν τη θέση του «German Concentration Camps Factual Survey» ανάμεσα στα μεγάλα ντοκιμαντέρ που έχουν γυριστεί για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο (όπως το «Νύχτα και Καταχνιά» του Αλέν Ρενέ ή το «Shoah» του Κλοντ Λανζμάν και το «The Sorrow and the Pity» του Μαρσέλ Οφίλς), οφείλουμε ταυτόχρονα να κρατήσουμε αναμεσά τους μια θέση και για το «Night Will Fall».