Οχι απλώς μια απόδειξη ότι ο πόλεμος δεν είναι, μόνο, ανδρική υπόθεση, αλλά και ένα ανεκτίμητο τεκμήριο του εμφυλίου, αποτελεί το ντοκιμαντέρ του Γιάννη Ξύδα («Οι Παρτιζάνοι των Αθηνών») και του Τάσου Κωνσταντόπουλου.
Η Ιστορία πιάνει το νήμα από τη Συμφωνία της Βάρκιζας το 1945 και τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, όταν ξεκίνησε η Λευκή Τρομοκρατία, η καταδίωξη των αντιστασιακών του πολέμου από κρατικές αλλά, κυρίως, παρακρατικές δυνάμεις. Αυτή, όμως, είναι μια ιστορία γένους θηλυκού: ακολουθεί την πορεία των γυναικών που, συχνά ακολουθώντας το παράδειγμα αδελφών ή πατεράδων ή απλώς τη συνείδησή τους ενάντια στη βία και το φασισμό, ανέβηκαν στο βουνό κι έγιναν πολεμίστριες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Την πορεία τους ακολουθεί το ντοκιμαντέρ και τη δική τους οπτική στην Ιστορία, αναζητώντας, όχι διερεύνηση ή εξισορρόπηση, αλλά απόδοση δικαιοσύνης και τιμής.
Εμπλουτισμένες με εκπληκτικά ντοκουμέντα που ζωντανεύουν μια εποχή που λίγο συζητιέται (ή καταγράφεται στην Τέχνη) στην Ελλάδα, οι συνεντεύξεις με τις ίδιες τις ηρωίδες, σήμερα, είναι αληθινά καθηλωτικές. Μπορεί αισθητικά το ντοκιμαντέρ να περιορίζεται σε μια αφηγηματική κομψότητα ομιλούντων κεφαλών, αλλά οι μαρτυρίες είναι σαρωτικές κι αφηγημένες με μια ανατριχιαστική απλότητα. Οι γυναίκες - οι περισσότερες με διπλά επώνυμα, καταδεικνύοντας κι αυτά το κύμα φεμινισμού που ακολούθησε - ανατρέχουν στα χρόνια που ήταν κορίτσια, οι περισσότερες κάτω από τα 20, όταν βίωσαν τη φρίκη, τα βασανιστήρια, όταν έβλεπαν το θάνατο ως λύτρωση, όταν αποφάσισαν να ταχθούν με τον ΔΣΕ για να σώσουν τους εαυτούς τους, αλλά και την πατρίδα, ιδεαλίστριες, ρομαντικές ίσως, αλλά γενναίες κι ατρόμητες και φλογερές.
Η αφήγησή τους κυλά από τη δομή του ΔΣΕ, την εξαντλητική καθημερινότητά τους, στη διδασκαλία που έλαβαν εκεί («το αντάρτικο θέλει γράμματα κι εγώ δεν ήξερα...», «μαθαίναμε τι πρέπει να κάνει η γυναίκα για ν' αποκτήσει την απελευθέρωσή της»), στις μάχες που έδωσαν σώμα με σώμα, στην προσφορά τους, στο πώς, μετά τον εμφύλιο, φυλακίστηκαν, ή έφυγαν από τη χώρα για να επαναπατριστούν δεκαετίες αργότερα. Το συγκλονιστικό στις μαρτυρίες τους δεν είναι οι εικόνες βίας που ξεπηδούν, η αίσθηση μιας υπεράνθρωπης προσπάθειας, η δράση χαραγμένη στα πρόσωπά τους. Είναι, περισσότερο, το γεγονός ότι οι αναμνήσεις τους έρχονται με μια αφοπλιστική (!) φυσικότητα, χωρίς ίχνος δραματικότητας, επειδή έτσι τις έζησαν, μέσα στη νιότη και τις αντοχές τους, σε μια άλλη Ελλάδα. Μοναδικό και πολύτιμο υλικό.