Ο Τζον ΜακΓκιλ μεγαλώνει στη Σκοτία της δεκαετίας του '70 προσπαθώντας να ξεφύγει από μια προβληματική οικογένεια και ένα σχολικό περιβάλλον που τον σπρώχνει στην εγκληματικότητα. Σύντομα, όμως, θα αντιληφθεί πως η μοίρα του είναι προκαθορισμένη.

Δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις τον τρόπο με τον οποίο ο Πίτερ Μούλαν εξελίσσεται ως σκηνοθέτης. Από τα «Ορφανά» μέχρι τις «Κόρες της Ντροπής» και τώρα στο «Neds», η διεισδυτική, νοσταλγική και επώδυνα σκληρή ματιά του στην εφηβεία βαθαίνει από ταινία σε ταινία, ξεπερνά την παρατήρηση και ανάγεται σε ένα καίριο σχόλιο πάνω στη σημασία του να μεγαλώνεις μέσα σε ένα κόσμο στον οποίο επιβιώνουν μόνο οι δυνατοί. Σε έναν τέτοιο κόσμο μεγαλώνει και ο Τζον, η φωτεινή εξαίρεση σε μια γενιά συνομίληκων αγοριών που αντιμετωπίζουν το σχολείο σαν τιμωρία και το μόνο μέρος όπου νιώθουν πως ανήκουν είναι οι αυτοσχέδιες συμμορίες που τρομοκρατούν την πόλη. Πίσω στο σπίτι, ο Τζον νιώθει ακόμη πιο μόνος, ασφυκτικά παγιδευμένος σε μια οικογένεια που ζει με την πληγή ενός αλκοολικού και βίαιου πατέρα και το βάσανο ενός μεγαλύτερου αδερφού που κλίνει επικίνδυνα προς την εγκληματικότητα. Οι επιλογές του; Μόνο μία. Να αποτινάξει από πάνω του την ταμπέλα του καλού παιδιού και να παραδοθεί στη μοίρα του.

Αυτήν την αντίστροφη πορεία κινηματογραφεί ο Μούλαν. Και το κάνει, ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στην πιστή αναπαράσταση της εποχής και την κορυφούμενη δραματική ένταση. Επενδύοντας στο κοινωνικό ρεαλισμό, έτσι όπως τον δίδαξε ο μέντορας του, Κεν Λόουτς, ο Μούλαν μεγαλουργεί, τουλάχιστον για όσο διαρκεί η σχεδόν χειρουργική ματιά του πάνω στην Γλασκώβη της δεκαετίας του '70. Τοποθετώντας τον ήρωα του μέσα σε ένα περιβάλλον καταπίεσης (οικογενειακής, εκπαιδευτικής και θρησκευτικής) και ταξικής ανομοιογένειας, τον ακολουθεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια σε μια απότομη ενηλικίωση γραμμένη με τους κώδικες του δρόμου και με soundtrack τα πρώτα ακούσματα του πανκ. Η σκηνοθετική ματιά του πάνω στους Non Educational Delinquents (απ' όπου η ταινία υποστηρίζει ότι αντλεί τον τίτλο της) είναι καθαρή, μελαγχολική, εκρηκτική, μια μείξη ευαισθησίας, νοσταλγίας και χιούμορ που ανακαλύπτει την ποίηση της ακριβώς στα σημεία που αναγκάζεται να υποκύψει στην σκληρή πραγματικότητα.

Σαν ωρολογιακή βόμβα που θα αρκούσε να εκραγεί για να γραφτεί στην ιστορία του σύγχρονου σινεμά ως ένα υποδειγματικό φιλμικό δοκίμιο πάνω στον εφιάλτη της ενηλικίωσης, το «Neds» προτιμά ωστόσο να μην ανταποκριθεί στις προσδοκίες που χτίζει το πρώτο του αριστουργηματικό μέρος. Εμπλουτίζοντας την κορυφούμενη τραγωδία με δραματικές απιθανότητες και μια σειρά από αμήχανα φανταστικά ιντερλούδια, ο Μούλαν δείχνει να χάνει συχνά το κέντρο βάρος του. Παρασυρμένος από την ορμή των νεαρών ερασιτεχνών ηθοποιών του (με κορυφαίο τον Τζον του Κόνορ ΜακΚάρον), ενδίδει στην επανάληψη, ανεβάζει τους τόνους του δράματος και καθυστερεί να φτάσει στην κάθαρση. Οταν, όμως, φτάσει εκεί έχεις πια συγχωρήσει κάθε του αδυναμία. Γιατί το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να σταθείς με δέος απέναντι σε ένα φινάλε, το οποίο, μέσα στην βίαιη ομορφιά του, ολοκληρώνει ιδανικά μια «μεγάλη» μικρή ταινία.