Γιορτή της Μητέρας, 1924. Είναι μία ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη Κυριακή του μεσοπολέμου στην αγγλική επαρχία. Το μεσήλικο ζευγάρι αριστοκρατών του σπιτιού ετοιμάζεται για τη λίμνη, όπου θα συναντήσουν φίλους για φαγητό. Η άλλη καμαριέρα, η Μίλι, παίρνει το τρένο για το σπίτι της ανυπόφορης μητέρας της, που θα την ταΐσει ψητό στο φούρνο κι ενοχές που δεν έχει ακόμα παντρευτεί. Η Τζέιν όμως, η ηρωίδα μας, δεν έχει μητέρα. Είναι μία 23χρονη ορφανή υπηρέτρια, που αγαπά το διάβασμα και τα βιβλία, και, όπως τονίζει γλυκά το ευγενικό αφεντικό της «μπορεί να έχει την μέρα δική της». Αυτό θα κάνει λοιπόν. Θα συναντήσει κρυφά τον Πολ, τον νεαρό εραστή της - μοναχογιό των φίλων των αφεντικών της, που άδικα θα τον περιμένουν στη λίμνη για να ανοίξουν τις σαμπάνιες των αρραβώνων του. Ο Πολ και η Τζέιν θα κάνουν έρωτα στο πατρικό του δωμάτιο, μια κλεφτή μικρή στιγμή ελευθερίας ανάμεσα στις κυριακάτικες και κοινωνικές συμβάσεις. Κι όταν εκείνος φύγει για να συναντήσει καθυστερημένος τους υπόλοιπους, την μητέρα του και τη γυναίκα που οφείλει να κάνει μητέρα, η Τζέιν θα μείνει ξανά μόνη. Χωρίς οικογένεια, χωρίς κάποιον να την περιμένει. Ή, ελεύθερη, σε ένα σπίτι με μια τεράστια βιβλιοθήκη. Οπως το δει κανείς. Μόνο που η ζωή θα φέρει για όλους μία αναπάντεχη τραγωδία. Κι όλοι θα αναμετρηθούν με τις συνέπειές της.

Η βραβευμένη σεναριογράφος Αλις Μπερτς ( την ξέρουμε από τα «Lady Macbeth» και «The Wonder», αλλά και τις τηλεοπτικές δουλειές της «Normal Peοple» και «Succession») διασκευάζει εξαιρετικά το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γκρέιαμ Σουίφτ και η Εβά Ισόν (η Γαλλίδα σκηνοθέτης του «Les Filles du Soleil») το μεταφέρει ευφάνταστα στην μεγάλη οθόνη. Ολα διαδραματίζονται σε τρεις χρόνους - φευγαλέα, βλέπουμε την υπερήλικη καταξιωμένη συγγραφέα Τζέιν να αναπολεί, την 30χρονη Τζέιν να προσπαθεί να γράψει αυτή την ιστορία στο πρώτο της βιβλίο και την 23χρονη νεαρή Τζέιν να ζει την τραγωδία εκείνης της μέρας.

Δεν είναι τυχαία μεσοπόλεμος, δεν είναι τυχαία η συγκεκριμένη Κυριακή, δεν είναι τυχαίες οι ταξικές αντιθέσεις. Η οργισμένη κατάθλιψη της κυρίας του σπιτιού (την ερμηνεύει, όπως πάντα εξαιρετικά, η Ολίβια Κόλμαν) της Τζέιν εξηγείται, δυστυχώς. Οπως και των υπόλοιπων «άτεκνων» φίλων που συναντούν στη λίμνη. Οπως και των γονιών του Πολ, οι οποίοι, όχι, δεν είχαν μόνο έναν γιο. Είχαν τρεις. Αγόρια που έφυγαν για το μέτωπο και δεν επέστρεψαν ποτέ. Ο Α' Παγκόσμιος έχει κλέψει από όλους τα παιδιά τους. Καμία μητέρα δεν γιορτάζει εκείνη την Κυριακή. Αντιθέτως, είναι μαχαιριά στην καρδιά. Ενα τραπέζι προνομιούχων αριστοκρατών βουτηγμένο στο πένθος. Κι απέναντί τους μία ορφανή υπηρέτρια που δεν γνώρισε οικογένεια, δεν γνώρισε αγάπη, δεν πήγε ποτέ λουλούδια στην μητέρα της και εκείνη δεν την τάισε ποτέ ψητό κι ενοχές.

Ο Σουίφτ στο μυθιστόρημά του εξετάζει την πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων (να γνωρίσεις αγάπη αν είναι να τη χάσεις;), η Μπερτς, στη σεναριακή διασκευή της, στρέφει το βλέμμα στην μοναξιά της ηρωίδας και την ενδυναμώνει (η ελεύθερη μέρα της υπηρέτριας είναι πραγματικά ελεύθερη, χωρίς προκαταλήψεις) ενώ η Ισόν απογειώνει τις σκέψεις της Τζέιν, τις λέξεις της, την συγγραφική της παρατηρητικότητα με μία κινηματογράφηση που συνεχώς εναλλάσσει την μοναχικότητα με την ανεξαρτησία, την αγάπη με την απώλεια, τα κοινωνικά προνόμια με τα ακριβά τιμήματά τους. Η Ισόν συλλαμβάνει τα κλεφτά χαμόγελα της Τζέιν πάνω στο ποδήλατό της, όπου εκείνη κρατάει το τιμόνι της ζωής της κι ο αέρας της ανεμίζει τα μακριά, κόκκινα, άναρχα μαλλιά. Η κάμερά της την ακολουθεί γυμνή, μετά το σεξ, να περιφέρεται αργά και νωχελικά - σαν πρωτόπλαστη στον Παράδεισο μίας τεράστιας βιβλιοθήκης. Αντιθέτως, ο Πολ βιάζεται. Εχει αργήσει να συναντήσει τις επιταγές μιας μοίρας που τον περιμένει. Και τον βαραίνει τριπλά - καθώς είναι ο μόνος που επέζησε και δεν μπορεί να απογοητεύσει τους χαροκαμένους γονείς του. Η Ισόν αφιερώνει χρόνο στο πώς ο Πολ βάζει τα ρούχα του με τη σειρά που έμαθαν να ντύνονται οι αριστοκράτες. Ή πώς, στο τέλος της μέρας, η κυρία του σπιτιού δεν μπορεί να βγάλει καν τα κοσμήματά της από τον πόνο - αφήνεται στα χέρια της Τζέιν (εκείνη το ορφανό παιδί, η Τζέιν η φροντιστική μητέρα).

Ολα αυτά θα μπορούσαν να έχουν αποτυπωθεί γραμμικά - σε μία συμβατική ταινία εποχής. Ομως η Ισόν σέβεται την λογοτεχνική φόρμα της ιστορίας και δίνει προτεραιότητα στο μοντάζ. Ωστε οι σκέψεις της Τζέιν να αποκτήσουν τη δική τους κινηματογραφική γλώσσα. Με τρόπο που θυμίζει αρκετά τη δουλειά του Γιώργου Λαμπρινού στον «Πατέρα», η Εμιλί Ορσινί κόβει έχοντας, καμιά φορά και στην ίδια σκηνή, το παρόν με το παρελθόν, αλλά, κυρίως, την πραγματικότητα με την μνήμη που καλείται να γράψει μυθιστόρημα. Κάπως έτσι, οι στιγμές έχουν τη δική τους ποιητική ελευθερία, όπως και οι αναμνήσεις: μπαίνουμε και βγαίνουμε στη ζωή της Τζέιν σε όλους τους χρόνους, με τα άλματα που κάνει το μυαλό, νιώθουμε το συναίσθημά της και τις εναλλαγές του από τη χαρά στο θρήνο και πάλι στην ελπίδα. Δεν χανόμαστε όμως. Η Ορσινί βοηθά την Ισόν στο να κρατάει σφιχτά τα χαλινάρια της αφήγησης, να μην μπερδέψει, να μην πετάξει έξω τον θεατή.

Ο τόνος παραμένει γλυκόπικρος. Παρόλες τις απώλειες, η ηρωίδα βρίσκει μέσα της τη φωνή να κάνει την ιστορία της λέξεις, τον πόνο της τέχνη. Φτάνει αυτό για την ολοκλήρωση, ή την ευτυχία; Είναι όντως η μοναξιά ευκαιρία για να αναπτύξει κανείς τον πραγματικό εαυτό του; Είναι η Κυριακή της Μητέρας μία μέρα ελεύθερη;