Ενα αγόρι κι ένα κορίτσι προσπαθούν να βρουν «τι είναι αυτό που το λένε αγάπη», σε μια εικονογράφηση που προσπαθεί να αποτυπώσει τον κατακερματισμό των σκέψεων, των αισθήσεων, των αντιθέσεων και των συνθέσεων που φέρνουν δυο ανθρώπους από μακριά… πιο κοντά.
Οι συναντήσεις τους και οι μοναχικές τους στιγμές, λόγια που δεν ολοκληρώνονται και άλλα που εκστομίζονται σαν απλή πρόζα, θυμοί και αγάπες, καθημερινότητες και μνήμες, τραγούδια και α καπέλα ρίμες, όλα μοιάζουν σαν σκηνές από μια σχέση που δεν την βλέπουμε ποτέ ολόκληρη, παρά μόνο κομματιασμένη, στις κρίσεις της και στις ήρεμες στιγμές της, στο τέλος της ή τελικά στην αρχή της.
Περνώντας (πιο) οριστικά στη μυθοπλασία, μετά από μια μακρά, ακριβή στο βλέμμα και την παρατήρηση περίοδο τεκμηρίωσης, ο Μένιος Καραγιάννης («Σκάπετα», «Το Αλογο που Είμαι», «Η Μουσική των Πραγμάτων») καταπιάνεται με μια αφήγηση που προσπαθεί να ακυρώσει και την ίδια της την έννοια της κατασκευής αλλά και της πραγματικότητας που μπορεί τελικά να μην συμβαίνει ή να μην έχει συμβεί ποτέ, παρά μόνο μέσα στο ανθρώπινο μυαλό.
Η «Θολή Γραμμή» αλλάζει χώρους, διαθέσεις, μουσική και ένταση ανάλογα με την εικόνα που βλέπουμε, σε έναν σχετικά ενιαίο τόνο που προσπαθεί να συντονιστεί με την (ψυχαναλυτική) κοινή εμπειρία όλων όσων κάποια στιγμή υπήρξαν έστω και για λίγο μαζί με κάποιον άλλον και όσων κάποια στιγμή θέλησαν να φύγουν από εκεί που ήταν «σπίτι» τους.
Τα ψήγματα της «αλήθειας» που κρύβει όμως αυτό το παιχνίδι ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία (ή μάλλον καλύτερα το φαντασιακό) δεν είναι αρκετά για να νετάρουν ούτε στο ελάχιστο την τελικά κυριολεκτικά θολή γραμμή που σχεδιάζει σε λευκό καμβά ο Μένιος Καραγιάννης μέχρι και το φινάλε.
Λόγια, εικόνες, μουσικές και ήχοι διαδέχονται το ένα το άλλο σε μια συρραφή μικρών ή μεγαλύτερη σκηνών που δεν εξελίσσονται, που δεν λειτουργούν πάντα με τον τρόπο που νιώθεις ότι έχουν δουλευτεί, που δεν δημιουργούν σίγουρα το ηχητικό σύμπαν που φιλοδοξεί να μοιάζει σαν το «καρδιογράφημα» (αποτελούμενο από ηχητικά παράσιτα, λαϊκά όργανα, μουσική, ήχους της φύσης και ανθρώπινες κραυγές…) μιας σχέσης, αλλά το σημαντικότερο, δεν φτάνουν ποτέ εκεί που προορίζονται: στο να προκαλέσουν το ανθρώπινο συναίσθημα.
Κάπου ανάμεσα στην επιτήδευση και τη βαρύγδουπη (θεατρική) διάθεση που βαραίνει ακόμη περισσότερο η ακατανόητη επιλογή συγκεκριμένων σκηνών (συν η «υστερική» ευκολία των συναντήσεων του αγοριού με τη μητέρα του και του κοριτσιού με τον πατέρα του στις χειρότερες στιγμές της ταινίας), ο Ομηρος Πουλάκης και η Ηλιάνα Μαυρομάτη προσπαθούν να δώσουν νόημα στο σύμπαν που έχουν πέσει ως σύμβολα δύο ερωτευμένων ανθρώπων που δεν μπορούν να είναι μαζί. Θύματα κι αυτοί, όμως, μιας ασυνεπούς και ασυνεχούς ποιητικότητας που τους κρατάει στην επιτήδευση κάθε φορά που αυτοί είναι έτοιμοι να σου μιλήσουν στην καρδιά.