Η ιστορία της Μιράλ, μιας κοπέλας που βρέθηκε στο ορφανοτροφείο το 1978, σε ηλικία 7 ετών, μετά το θάνατο της μητέρας της, και μεγαλώνοντας ανακάλυψε πως συγκρούονται μέσα της οι συμβουλές της Μαμάς Χιντ με την ανάγκη της να δώσει μάχη για το μέλλον του λαού της.

Δεν υπάρχει άλλος σύγχρονος δημιουργός που να έχει το βλέμμα του τόσο επίμονα στραμμένο στις αληθινές ιστορίες ανθρώπων που δεν κατάφεραν να γίνουν ποτέ οι αναγνωρισμένοι ήρωες που άξιζαν να είναι. Δίνοντας τους μια τελευταία (κινηματογραφική) ευκαιρία, ο Τζούλιαν Σνάμπελ αποθεώνει το θάρρος τους, το ταλέντο τους, την εγγενή τους ανάγκη για επιβίωση μεταμορφώνοντας τους σε διαχρονικά σύμβολα μιας άλλης πιο «καταραμένης» εκδοχής του ηρωισμού. Η Μιράλ διαφέρει από τον Ζαν Μισέλ Μπασκιά («Μπασκιά» / 1996), τον Ρεινάλντο Αρένας («Πριν Πέσει η Νύχτα» / 2000) και τον Ζαν Ντομινίκ Μπομπί («Το Σκάφανδρο και η Πεταλούδα» / 2007) μόνο επειδή είναι γυναίκα. Η ιστορία της είναι κοινή με τους τρεις προηγούμενους «καθημερινούς πρωταγωνιστές» του Σνάμπελ. Οχι μόνο επειδή το πάθος της για ζωή είναι ανεξάντλητο, αλλά κυρίως γιατί μέσα σε αντίξοες συνθήκες (πολιτικές και προσωπικές) κατάφερε να φτιάξει τη μοίρα της από την αρχή διεκδικώντας αυτό που θεώρησε ότι ήταν αναφαίρετο δικαίωμα της.

Γοητευμένος από την ιστορία της ζωής της, ο Σνάμπελ διασχίζει μαζί της την ιστορία της Παλαιστίνης από τα μισά της δεκαετίας του ΄40 μέχρι και τις αρχές των 90s όταν η συμφωνία του Οσλο έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία δύο ξεχωριστών ανεξάρτητων κρατών ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Και το κάνει χωρίς να προδώσει στιγμή το στιλ που τον καθιέρωσε: μια απόλυτα πειθαρχειμένη μείξη ποιητικού ρεαλισμού και στιλιζαρίσματος που υπενθυμίζει τις εικαστικές καταβολές του και το πως αυτές μπορούν, παρά τις παγίδες που κρύβουν, να υπηρετήσουν κατά γράμμα μια κινηματογραφική αφήγηση κόντρα στο συνηθισμένο, το κλασικό και το τελικά αδιάφορο.

Οσο, όμως, κι αν όλα τα χαρακτηριστικά που απογείωσαν την καριέρα του Σνάμπελ στον κινηματογράφο βρίσκονται εδώ, κανένα από αυτά δεν μοιάζει να βρίσκεται στη σωστή θέση, επιβεβαιώνοντας πως καμία μανιέρα δεν μπορεί ποτέ να σταθεί σωτήρας μιας αδύναμης αφήγησης. Οχι, το «Μιραλ» δεν είναι μια κακή ταινία. Αλλά είναι κάτι χειρότερο: αδιάφορη. Στην προσπάθεια του, ο Σνάμπελ να κρατήσει τους τόνους χαμηλούς και να μην ενδώσει στην καταγγελία και τις εικόνες φρίκης που θα παρέσυραν τις μάζες, αποφεύγει κάθε ένταση, αφήνοντας εκτός κάδρου τις τρομοκρατικές ενέργειες, τα βασανιστήρια στα οποία υπόκειται η Μιράλ, την πραγματική ουσία της ιστορίας του. Οι δύο σκηνές που ξεχωρίζουν (η αντίστροφη μέτρηση των τελευταίων δευτερολέπτων μιας ωρολογιακής βόμβας υπό το βλέμμα της Κατρίν Ντενέβ στην «Αποστροφή» του Ρομάν Πολάνσκι και μια αυτοκτονία στη θάλασσα μέσα από το βλέμμα της ίδιας της αυτόχειρας) μπορεί να προδίδουν έναν μεγάλο καλλιτέχνη της εικόνας αλλά όχι και έναν σκηνοθέτη που ξέρει πότε να μεταθέσει την ουσία από τον ρεαλισμό στην ποίηση.

Εκτός από τις ιστορίες των τριών γυναικών (της ιδιοκτήτριας του ορφανοτροφείου στο οποίο μεγάλωσε η Μιράλ, της μητέρας της και της θείας της) που ξεκινούν την ταινία και στις οποίες ο Σνάμπελ επιδεικνύει νεύρο, πάθος και γνήσια συγκίνηση, η εμφάνιση της Μιράλ μετά τα πρώτα σαράντα λεπτά ρίχνει κατακόρυφα το ενδιαφέρον και την ένταση. Και μπορεί η Φρίντα Πίντο (του «Slumdog Millionaire») να αποδεικνύεται υπερβολικά απροετοίμαστη να σηκώσει στους υποκριτικούς ώμους της το βάρος μιας τόσο δύσκολης ερμηνείας, αλλά τελικά η ευθύνη ανήκει στον Σνάμπελ. Που, στην πρώτη πραγματικά άστοχη ταινία της καριέρας του, χειρίστηκε λάθος ένα μεγαλειώδες θέμα υποκύπτωντας στην λογική της σαπουνόπερας, της εύκολης «πολιτικής» και της υπερβολικής εμπιστοσύνης στον εαυτό του.

Ξεχνώντας πως ο πραγματικός σκοπός της (οποιαδήποτε) Τέχνης δεν είναι να απαιτεί - στην συγκεκριμένη περίπτωση την πολυπόθητη ειρήνη - αλλά να πείθει για τη ζωτική ανάγκη αυτού που απαιτεί.