Ηταν Οκτώβριος του 2019, όταν στη Χιλή ξέσπασε η μεγαλύτερη εξέγερση που γνώρισε η πολύπαθη χώρα της Λατινικής Αμερικής, με αφορμή την… αύξηση του εισιτηρίου του μετρό και αιτία τα χρόνια της ανισότητας, την κρατικής καταστολής, της διαπλοκής και της διαφθοράς που ακολούθησαν την δικτατορία του Πινοσέτ δημιουργώντας ένα ασφυκτικό περιβάλλον επιβίωσης για τις νεότερες γενιές.

50 χρόνια πριν, ο Πατρίσιο Γκουσμάν συλλάμβανε με την κάμερα του στο κλασικό πλέον «Η Μάχη της Χιλής» παρόμοιες εικόνες χάους στους δρόμους του Σαντιάγο αλλά και αλλού, σε μια συγκυρία που έφερε στην εξουσία τον Πινοσέτ και την αρχή μιας από τις πιο σκοτεινές περιόδους στην Ιστορία της χώρας. Τότε, ο Κρις Μαρκέρ που είχε ταξιδέψει στη Χιλή του είχε πει πως «Όταν κάνεις μια ταινία για τη φωτιά, φρόντισε να βρίσκεσαι εκεί όταν ξεσπάσει η πρώτη φλόγα».

Το 1975 ο Γκουσμάν βρισκόταν εκεί, ερήμην χρονικογράφος μιας εξέγερσης που θα εξόριζε και τον ίδιο (μένει από τότε μόνιμα στο Παρίσι), πριν τον μεταμορφώσει σε έναν από τους σπουδαιότερους ποιητές - τεκμηριωτές του σύγχρονου σινεμά. Το 2019, το παραδέχεται κι ο ίδιος, πως δεν βρισκόταν εκεί που άναψε η πρώτη σπίθα, αλλά επέστρεψε εν μέσω των αναταραχών και της μαζικής κοινωνικής αντίδρασης προκειμένου να καταγράψει μια αλλαγή που δεν πίστευε ποτέ πως θα μπορούσε να συμβεί στα χρόνια που θα ήταν ζωντανός.

Ακόμη κι αν δεν γνώριζες ότι πίσω από την κάμερα βρίσκεται ένας δημιουργός του βεληνεκούς του Γκουσμάν, είναι φανερή η αντίστιξη ανάμεσα στον διακριτικό σχολιασμό του για την εξέγερση, πλημμυρισμένη από έναν σχεδόν εφηβικό ενθουσιασμό αλλά και μια στιβαρή αίσθηση ψυχραιμίας, κόντρα στις εικόνες που έκαναν τις όλες της Χιλής και ιδιαίτερα την πλατεία Βακεντάνο να θυμίζουν εμφύλιο πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο ότι η μαρτυρία του αυτή ξεκινά με το βλέμμα του να απομονώνει τις πέτρες που οι διαδηλωτές χρησιμοποιούσαν ως όπλα ενάντια στις δυνάμεις καταστολής και τελειώνει με τις ίδιες πέτρες ως θεμέλιους λίθους μιας ανοικοδόμησης… ελπίδας.

Χωρίς τη φιλοσοφική από-σύνθεση των τριών σπουδαίων δημιουργιών του («Νοσταλγώντας το Φως», «Το Μαργαριταρένια Κουμπί» και «Οροσειρά των Ονείρων»), ο Πατρίσιο Γκουσμάν γίνεται στη «Φανταστική Χώρα Μου», ο χρονικογράφος μιας στιγμής που δεν περίμενε ποτέ πως θα έρθει και πιάνοντας το στίγμα με τη σοφία ενός μεγάλου τεκμηριωτή, πετάει κάθε τι περιττό και στέκεται (με δέος) απέναντι στους μη ηγέτες μιας επανάστασης που πέτυχε ακριβώς επειδή γεννήθηκε από τη βάση και παρέμεινε εκεί ακόμη κι όταν έπρεπε να συνομιλήσει με το σύστημα.

Επιλέγοντας για talking heads μόνο γυναίκες, σε μια εξέγερση που έτσι κι αλλιώς είχε (ευτυχώς για όλους) φεμινιστικό πρόσημο, ο Γκουσμάν μιλάει με ακτιβίστριες, συγγραφείς, καλλιτέχνες, ρεπόρτερ, πολιτικές αναλύτριες, εκπροσώπους ιθαγενών, διασώστριες, απομονώνοντας όχι μόνο το κυρίως φάσμα των διαδηλώσεων και την εξελικτική τους δύναμη (που έφτασε στη μεγαλύτερη συγκέντρωση που έγινε ποτέ στη χώρα με 1.200.000 ανθρώπους στου δρόμους του Σαντιάγο), αλλά - ακόμη σημαντικότερο - την κάθε μικρή ή μεγάλη, την κάθε ζωτική ανάγκη γέννησε αυτήν την επανάσταση.

Οι γυναίκες μιλούν για την αυτοδιάθεση στο σεξ, στο σώμα τους, στην ισότητα, στην εργασιακή αξιοπρέπεια, στη στέγαση, στην ανάγκη ενός χάρτη ανθρωπίνων δικαιωμάτων που θα γίνονται σεβαστά από το κράτος, στη μείωση της κρατικής βίας και στην επιτακτική ανάγκη της δημιουργίας ενός Συντάγματος που μέσα στο ντοκιμαντέρ βλέπουμε μέρος των συνεδριάσεων της ομάδας που ανέλαβε τη σύνταξη του. Και ο Γκουσμάν τις ακούει σχεδόν χωρίς να παρεμβαίνει, ντύνοντας τις αφηγήσεις τους με εικόνες από τις αναταραχές και θυμίζοντας διαρκώς μια αδιόρατη γραμμή που κάνει την Ιστορία της χώρα του(ς) να μοιάζει με μια διαρκή αγωνία.

Ο Γκουσμάν γνωρίζει πως ο ενθουσιασμός των νέων δεν είναι ποτέ αρκετός για να αλλάξει τον κόσμο. Οπως και το γεγονός πως η βία στους δρόμους - σε ένα σκηνικό που θυμίζει εμφύλιο πόλεμο - δεν οδηγεί πάντα στη νίκη της μίας πλευράς. Στέκει όμως με δέος απέναντι στη ορμή ενός κινήματος που δεν ξεκινάει από τα κόμματα και την πολιτική, αλλά από την καθημερινή ζωή. Και θαυμάζει, συμμετέχει, πιστεύει, ελπίζει, μέρος κι αυτός μιας ωστικής δύναμης που τελικά οδήγησε στις εκλογές του 2020 και άφησε ανοιχτή τη συζήτηση για το νέο Σύνταγμα.

Παίζοντας ο ίδιος τον χαμένο κρίκο ανάμεσα στην ιστορική α-συνέχεια της Χιλής, ο Γκουσμάν είναι ταυτόχρονα λυρικός και ρεπόρτερ, ακροατής και εξομολογητής - κάθε φορά που παρεμβαίνει νιώθεις την ανάγκη που γέννησε αυτήν την ταινία και κυρίως την ανάγκη να μην περιβληθεί από μια εκ νέου νοηματοδότηση μέσω του απαράμιλλου κινηματογραφικού του στιλ, αλλά να μείνει καθαρή, σαν μια μαρτυρία που φέρει από μόνη της το ιστορικό της βάρος. Και μια ελπίδα που δίνει στη λέξη «φανταστική» όλες τις σωστές έννοιες της. Σε κάθε γλώσσα.