Δέκα λεπτά μέσα στο σύμπαν αυτής της (ας το πούμε ευγενικά) φαρσοκωμωδίας και έχεις δύο επιλογές. Ή θα εγκαταλείψεις με συνοπτικές διαδικασίες προκειμένου να βρεις την ησυχία σου ή θα επιμείνεις διακινδυνεύοντας εκτός από έναν γενναίο πονοκέφαλο να δεις σε όλο του το μεγαλείο κάτι που μοιάζει με διασταύρωση ελληνικού σίριαλ, πρόμο για διαφημιστικές εταιρίες που θέλουν ζωηρά χρώματα και ακόμη πιο ζωηρό μοντάζ και πιο λαϊκής πεθαίνεις κωμωδίας.
Οχι ότι οι Ιταλοί φημίζονται για το λεπτό τους γούστο, ειδικά όταν τους πιάνει το γκροτέσκο και πιστεύουν ότι τραβώντας τα κλισέ από τα μαλλιά επιδεικνύουν δείγματα κοινωνικής κριτικής. Αν προσθέσει κανείς και την επίφαση της οικονομικής κρίσης που σκορπάει άλλοθι για σωρό (εντός και εκτός κινηματογραφικής οθόνης) «λαϊκισμούς», τότε δεν είναι αναρωτιέσαι γιατί το «Βάλε τη Γιαγιά στο Ψυγείο» φτάνει στην Ελλάδα με τη δύναμη μιας κωμωδίας επιβίωσης που έσκισε στην Ιταλία.
Η υπόθεση της είναι αυταπόδεικτη από τον τίτλο, αφού συμβαίνει ακριβώς αυτό. Η Κλαούντια είναι μια νεαρή συντηρήτρια αρχαιοτήτων που καταφέρνει να τα βγάζει πέρα χάρη στη σύνταξη της γιαγιάς της, καθώς η αρμόδια δημόσια υπηρεσία καθυστερεί να την πληρώσει. Οταν η γιαγιά της ξαφνικά εγκαταλείπει τον μάταιο τούτο κόσμο, η χρεοκοπία τής χτυπάει την πόρτα, οπότε η Κλαούντια, με τη βοήθεια του προσωπικού της, «παγώνει» τη γιαγιά, προκειμένου να συνεχίσει να εισπράττει τη σύνταξή της, μέχρις ότου το κράτος τής καταβάλει αυτά που της οφείλει.
Κάπου εδώ σταματάει και οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα (η τοπική ειδησεογραφία αναρίθμητων χωρών βρίθει από Κλαούντιες που διατήρησαν ζωντανή τη γιαγία τους), αφού η ταινία των λόκαλ Φοντάνα και Στάσι επιλέγει μια «επιθεωρησιακή» οδό προκειμένου να βγάλει γέλιο και την πίστη στον θεατή. Μικρά σκετς σκηνοθετημένα σαν διαφημίσεις που απευθύνονται σε προεφηβικό target group απλώνουν ολούθε τα κρύα τους αστεία, καθώς το «Σαββατοκύριακο στου Μπέρνι» συναντά και μια δόση ρομαντικής (ο Θεός να την κάνει) κομεντί και λίγη Μαφία να μας βρίσκεται και λίγο από καρναβάλι για ξεκάρφωμα.
Στη λέξη «καρναβάλι» (όχι φυσικά με την καλή έννοια, αν αυτή υπάρχει) τελειώνει και οποιαδήποτε προσπάθεια να αντιληφθείς γιατί ο κόσμος γελάει ή πιστεύει ότι θα γελάσει με μια τέτοια ταινία, αντί να τη βάλει στο ψυγείο εσαεί πριν καν ξεκινήσουν οι τίτλοι της αρχής.
Το δίλημμα «ξαναζεσταμένα» ή «κρύα» (βλ. και κατεψυγμένα) αστεία μόλις λύθηκε. Tίποτα από τα δύο!