To «M.A.S.H.» θα μπορούσε να τελειώσει με στους τίτλους αρχής του. Εκεί όπου βλέπουμε εικόνες από τραυματισμένους (ή και νεκρούς;) στρατιώτες που μεταφέρονται με ελικόπτερα και τραυματιοφορείς σε στρατιωτικά νοσοκομεία στο μέτωπο ενός πολέμου υπό τη μουσική υπόκρουση του «Suicide is Painless» του Τζόνι Μάντελ, ενός από τα πιο όμορφα, πικρά, ειρωνικά τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ για τον θάνατο.
Μέσα σε περίπου 2.5 λεπτά, η σάτιρα έχει ολοκληρωθεί με τον πιο λυρικό τρόπο, μαζί και το μεγάλο δράμα της ανθρώπινης κωμωδίας καθώς ο Ρόμπερτ Αλτμαν έχει τοποθετήσει στα φορεία εκτός από αμέτρητους Αμερικάνους στρατιώτες και τη δική του, χαρακτηριστική σε όλη του τη φιλμογραφία, καυστική υπεροψία απέναντι σε έννοιες όπως «πατρίδα», «θρησκεία», «ηρωισμός» και εδώ περισσότερο από οπουδήποτε αλλού απέναντι στην έννοια «αυτοκτονία», με όλα όσα συμπαρασύρει αυτή ως ταμπού, ως εσχάτη λύση, ως ένας πόλεμος χωρίς νικητές από μόνη της.
Ο,τι θα ακολουθήσει στην ταινία που έκανε τον δημιουργό του διάσημο και υπεύθυνο ενός πρωτόγνωρου franchise (με μια τηλεοπτική σειρά που διήρκεσε με τρομερή επιτυχία για μια περίπου δεκαετία), δεν είναι παρά η κατά τον συγγραφέα του ομότιτλου βιβλίου Ρίτσαρντ Χούκερ και (βραβευμένο με Οσκαρ) σεναριογράφο Ρινγκ Λάρντνερ Τζούνιορ «ανώδυνη» πλευρά της αυτοκτονίας που ονομάζεται πόλεμος, είτε αυτός είναι αυτός της Κορέας κατά τη διάρκεια του οποίου διαδραματίζεται η ταινία ή αυτός για τον οποίο φυσικά μιλάει, του Βιετνάμ, που εν έτει 1970 μετράει ήδη πληγές, ως μια από τις πιο απονενοημένες πράξεις της αμερικανικής κυβέρνησης.
Αποτελούμενο από βινιέτες της ζωής λίγο πιο πίσω από το μέτωπο, με επίκεντρο τρεις στρατιωτικούς γιατρούς και την καθημερινότητά τους μέσα και έξω από τα αυτοσχέδια χειρουργεία, το «M.A.S.H.» μοιάζει περισσότερο με τους ηρωές του, παρά με ένα μάτι που κρυφοκοιτάζει τις ζωές των φαντάρων, τις φάρσες που στήνουν, τις ανώφελες συζητήσεις τους, τα μικρά η μεγαλύτερα δράματά τους. Οπως και οι ίδιοι, το «M.A.S.H.» μπαινοβγαίνει από αιματηρές επεμβάσεις πριν μείνει για ώρα εκτός, εκεί όπου στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα παρά η αναμονή του θανάτου και, ξαφνικά, ίπταται της πραγματικότητας για να θυμίσει ένα σουρεαλιστικό όνειρο - ή έναν εφιάλτη.
Το «M.A.S.H.» δεν είναι ακριβώς η τυπική μαύρη κωμωδία, όπως τη γνωρίζουμε. Δεν είναι σίγουρα ένα ξεκαρδιστικό πορτρέτο της ζωής στον πόλεμο, όπως διαφημίστηκε παραπλανητικά ήδη από την εποχή του. Και υπάρχουν στιγμές που, ελέω 70s, ξοδεύει φιλμ φλερτάροντας με την φλυαρία ή την ανία, στις παρυφές του σινεμά τεκμηρίωσης ή ενός «ελεύθερου» σινεμά - άλλωστε βρισκόμαστε στην αυγή του Νέου Αμερικάνικου Σινεμά όπου όλα, μα όλα, επιτρέπονται. Η τραγωδία του όμως παραμένει διαρκώς κωμική, μετέωρη πάνω στα δυσδιάκριτα όρια μιας παρωδίας ή μιας επί τούτου παραμορφωμένης πραγματικότητας, καθώς στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα αστείο, αλλά όλα μοιάζουν γελοία και δεν συμβαίνει τίποτα άσχημο, αλλά όλα μοιάζουν διαρκώς μελαγχολικά.
Οι ήρωες του «M.A.S.H.» δεν είναι συμπαθητικοί. Σεξιστές, ρατσιστές, ομοφοβικοί και γενικά γεννήματα-θρέμματα μιας πατριαρχικής κοινωνίας που υπό συνθήκες θεωρεί τον πόλεμο ως την ύστατη αποστολή ενός άντρα και το στρατόπεδο σαν μια αλάνα για ανεξάντλητο χαβαλέ, βρίσκονται στο μεταίχμιο της επιθυμίας τους να ακυρώσουν τα στερεότυπα και να αναδειχθούν επαναστάτες (με αιτία) και στην πλήρη επιβεβαίωση όλων των παραπάνω χαρακτηριστικών τους (χωρίς αιτία). Η πρόθεση τους είναι να είναι βέβηλοι απέναντι στη θρησκεία, το συντηρητισμό, τις διαταγές, την πολιτική ορθότητα. Το αποτέλεσμα είναι ότι παραμένουν φρικτοί άνθρωποι ακόμη κι όταν απεκδύονται το ρόλο του κυνικού κωλόπαιδου και καταλήγουν σκέτα και κάπως χαριτωμένα κωλόπαιδα.
Ναι, αυτό ίσως είναι μια ανάγνωση που έρχεται, σήμερα, πενήντα χρόνια μετά να δικαιολογήσει το αδικαιολόγητο, προβληματικό και, ναι, σε πολλά σημεία ξεπερασμένο περίβλημα της ταινίας του Ρόμπερτ Αλτμαν: το βλέμμα στο «M.A.S.H.» είναι αφόρητα αντρικό, οι φάρσες των φαντάρων περιλαμβάνουν όλες τη σεξιστική γελοιοποίηση των γυναικών και η σπουδαιότερη σκηνή της ταινίας - αυτή στην οποία μια αναγωγή στον «Μυστικό Δείπνο» κλείνει μέσα της πολλά περισσότερα από την επιπολαιότητα των «αποστόλων» που συμμετέχουν - ξεκινάει από μια, για λίγο λες, ειλικρινή, τραγική, αυθεντικά αστεία αναφορά στην ομοφυλοφιλία.
Πιο ακριβής (και αστείος) όταν αναγάγει το γκροτέσκο σε κωμωδία, αλλά όχι πολύ σίγουρος (και παλαιομοδίτης με την κακή έννοια) όταν πρέπει να αποφασίσει αν οι ήρωες του είναι καρικατούρες ή ολοκληρωμένοι χαρακτήρες και αν η ταινία του αποτυπώνει τελικά την αλήθεια ή τη βλακεία της εποχής του, ο Ρόμπερτ Αλτμαν είναι σαφής, ωστόσο, σε όλη τη διάρκεια της πως αυτό που έχει σημασία είναι το βλέμμα.
Το δικό του επεξεργάζεται με περισσό, ακόμη και από των ηρώων του, κυνισμό κάθε σταθερά γύρω από το τρίπτυχο του «πατρίδα-θρησκεία-οικογένεια», σε έναν αυθεντικό φιλμικό παραλογισμό που με πρωτότυπο timing και ευρωπαϊκή ματιά στην αυγή της δεκαετίας του ’70 χαιρετιζόταν ως αναζωογονητική αυθεντική πικρή πολιτική κωμωδία. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, μέσω της ομότιτλης σειράς που διήρκεσε από το 1973 μέχρι και το 1982, είναι ειρωνικό ότι το «M.A.S.H.» θα άγγιζε πιο τολμηρά και με ιστορικά θαρραλέα θέματα - με πρώτες αυθεντικές αναφορές στην ομοφυλοφιλία ή την ψυχική ασθένεια στο στρατό, ενώ ο Αλτμαν θα γινόταν πλέον ένας από τους ογκόλιθους του Νέου Αμερικάνικου Σινεμά και οι τρεις πρωταγωνιστές του (Ντόναλντ Σάδερλαντ, Ελιοτ Γκουλντ, Τομ Σκέριτ) θα ανακηρύσσονταν σε σούπερ σταρ.
Το «M.A.S.H.» θα παρέμενε μέχρι και το τέλος της καριέρας του Ρόμπερτ Αλτμαν η πιο εμπορική του ταινία. Οχι η πιο καλή, όχι η πιο συμπαθητική, όχι η πιο διαχρονική. Η αντοχή της στο χρόνο δεν ήταν καθόλου «ανώδυνη».