Στη χτυπημένη από την πανούκλα Φλωρεντία του 14ου αιώνα, δέκα νεαροί άνδρες και γυναίκες αποφασίζουν να ξεφύγουν από το θάνατο που τους περικυκλώνει και δραπετεύουν στην εξοχή. Εκεί θα βρουν καταφύγιο σε μια απομονωμένη επαρχιακή βίλα, όπου θα περάσουν δέκα μέρες διηγούμενοι ιστορίες για την αγάπη, το πεπρωμένο και την αναγέννηση.
Οι Ιταλοί επιστρέφουν στον Βοκάκιο, με τον ίδιο τρόπο που οι Βρετανοί επιστρέφουν στον Σαίξπηρ, κάθε φορά που χρειάζονται κάτι κλασικό και διαχρονικό για να σχολιάσουν το παρόν.
Σε αυτή την άτυπη συνέχεια των διασκευών του «Δεκαήμερου» (με πιο διάσημη φυσικά αυτή του Πιερ Πάολο Παζολίνι με το «Δεκαήμερο» το 1971), οι Ταβιάνι, στην ένατη δεκαετία της ζωής τους αποφασίζουν να απομονώσουν πέντε ιστορίες από τις 100 που αποτελούν το αριστούργημα του Βοκάκιου και να τις θέσουν στη σφαίρα ενός μυθικού χρόνου που διασχίζει το παρελθόν με το σήμερα και το αύριο ενός κόσμου που δεν θα σταματήσει ποτέ να αφηγείται ιστορίες ως το μοναδικό τρόπο να εμπνευστεί για τον αέναο αγώνα του με την... πεζή (και συχνά) αφόρητη πραγματικότητα.
Οι πέντε ιστορίες πάνω στις οποίες δομείται ο «Θαυμάσιος Βοκάκιος» μιλούν για τον έρωτα, τον παραλογισμό, το χρήμα, τη μοίρα και το θάνατο.
Στην πρώτη ιστορία ενας άντρας αγαπάει μια γυναίκα που ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν άλλον. Οταν θα την χτυπήσει η πανούκλα, θα απομονωθεί από όλους και τελικά θα πεθάνει μόνη της μέσα σε μια κρύπτη. Ο κρυφά ερωτευμένος άντρας όμως θα τολμήσει να την πλησιάσει – αψηφώντας την αρρώστια για να ανακαλύψει ότι είναι ζωντανή. Στη δεύτερη ιστορία ο ευκολόπιστος και λίγο αγαθός υπάλληλος ενός ζωγράφου πέφτει θύμα μιας φάρσας, καθώς πιστεύει πως μια μαύρη πέτρα τον κάνει αόρατο, ενώ όλο το χωρίο είναι συνεννοημένο να κάνει πως δεν τον βλέπει. Στην τρίτη ιστορία ένας Δούκας ανακαλύπτει πως η παρθένα κόρη του διατηρεί σχέσεις με έναν νεαρό γλύπτη. Στην τέταρτη μια καλόγρια παραβαίνει τον όρκο της παρθενίας, αφετηρία μιας σειράς μυστικών μέσα στο κάθε άλλο παρά αγνό μοναστήρι και στην πέμπτη ένας άντρας που αγαπάει μια χήρα προσπαθεί να κερδίσει την καρδιά της χρησιμοποιώντας τη λατρεία του γιου της για το γεράκι του.
Ολες οι ιστορίες είναι φτιαγμένες με την ίδια λογική – αυτή ενός μύθου φτιαγμένου με «αναγεννησιακή» φωτογραφία και θεατρικό στήσιμο, επιλογή σοφή όταν μιλάμε για ιστορία μέσα στην ιστορία.
Μόνο που εκτός από την αισθητική, οι Ταβιάνι επιμένουν και στον ομοιόμορφο ρυθμό, είτε αφηγούνται μια μεγάλη ιστορία αγάπης όπως αυτή της πρώτης ιστορίας ή ένα φαρσικό ανέκδοτο σαν αυτό της δεύτερης ή επιτίθενται στη ρωμαιοκαθολική εκκλησία με την ιστορία με τις καλόγριες.
Τίποτα δεν ξεφεύγει από το αυστηρό υποδεκάμετρο μιας στατικής αφήγησης που αναδύει ολοκάθαρα την αγάπη των Ταβιάνι για τη λαϊκή παράδοση, αλλά μοιάζει να απέχει αιώνες όχι μόνο από τον αριστουργηματικό τρόπο που οι ίδιοι την ανέδειξαν στο «Χάος» ή τη «Νύχτα του Σαν Λορέντζο», αλλά και από το ίδιο το «Δεκαήμερο» που εδώ μοιάζει αποστειρωμένο, καλογυαλισμένο και ανώδυνο – σαν να μην ήταν ποτέ ένα – ίσως το πιο - σαρδόνιο, αναρχικό, σκανδαλιστικά απολαυστικό και καίρια σατιρικό διαχρονικό κείμενο για όλες τις εποχές.
Κάθε σύγκριση με την πιο γνωστή και εμβληματική κινηματογραφική διασκευή ιστοριών του Βοκάκιου – αυτή του Πιερ Πάολο Παζολίνι το 1971 - βρίσκει τους ακούραστους (και πρόσφατα αριστουργηματικούς με το «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» του 2012) Ταβιάνι άτολμους και σχεδόν χωρίς έμπνευση, θιασώτες μιας πανέμορφης σύνθεσης που καθώς περνά η ώρα καταρρέει κάτω από το βάρος της χωρίς πραγματικό πάθος εκτέλεσής της.
Διαβάστε ακόμη: Oι Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι έκαναν το «Θαυμάσιος Βοκάκιος» για να αποδείξουν πως η μόνη απάντηση στη φρίκη είναι η Τέχνη