Αν πρότεινες σε κάποιον να δει τις ταινίες «Magic Mike» σίγουρα δεν θα ήταν (τόσο) επειδή πρόκειται για μια ημι-αυτοβιογραφική ταινία του Τσάνινγκ Τέιτουμ για τις μέρες του ως βιοπαλαιστή στρίπερ, αλλά ούτε ως κάποιο δράμα όπου η κορύφωσή του (pun intended) αφορά τη φενάκη του αμερικάνικου ονείρου.

Οι δυο πρώτες ταινίες προσπάθησαν, λιγότερο ή περισσότερο, να σε πείσουν πως κάτι τέτοιο ισχύει και σίγουρα όσοι τις είδαμε και (γιατί όχι;), τις απολαύσαμε ως (ακατάσχετο) fun, χωρίς αναστολές, μπροστά σε απενοχοποιημένα σέξι μεγαλόσωμους και καλογραμμωμένους τύπους που βγάζουν τα ρούχα τους με την πρώτη ευκαιρία.

Τι άλλο θα μπορούσε να ζητήσει κανείς από μια τρίτη ταινία; Δυστυχώς, το money shot της τριλογίας δεν είναι αυτό για το οποίο σε προϊδεάζει, με τον Magic Mike να μην κρατάει τον καλύτερό του χορό για το τέλος, δίνοντάς μας κάτι το τελείως αδιάφορο και ανώδυνο δραματουργικά, και κυρίως απογυμνωμένο από το sexiness που είχαν τουλάχιστον οι προηγούμενες ταινίες.

Ο «Magic» Μάικ Λέιν ανεβαίνει ξανά στη σκηνή μετά από μια μακρά παύση, ακολουθώντας μια επιχειρηματική συμφωνία που κατέρρευσε και τον αφήνει χρεωκοπημένο να κάνει τον μπάρμαν στη Φλόριντα. Ελπίζοντας σε μια τελευταία καλή ευκαιρία, ο Μάικ ταξιδεύει στο Λονδίνο με μια πλούσια κοσμική γυναίκα που τον δελεάζει με μια προσφορά που δεν μπορεί να αρνηθεί… και τη δική της ατζέντα. Εχοντας ρισκάρει τα πάντα, μόλις ο Μάικ ανακαλύψει τι έχει πραγματικά εκείνη στο μυαλό της, θα μπορέσει αυτός – και η ομάδα των καυτών νέων χορευτών που πρέπει να φέρει σε φόρμα – να τα καταφέρει;

Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ επιστρέφει (έχοντας αφήσει τη δεύτερη ταινία στα χέρια του Γκρέγκορι Τζέικομπς), στη σκηνοθεσία και αυτή τη φορά αποφασίζει να στηριχτεί περισσότερο στο δράμα και στους χαρακτήρες, κάτι που (ας μην γελιόμαστε) ποτέ δεν ήταν το δυνατό του σημείο του franchise. Χτίζοντας μια ιστορία, η οποία θυμίζει αρκετά τo «Ωραία Μου Κυρία» ή το «Pretty Woman», ο Σόντερμπεργκ και η σεναριογράφος του, Ριντ Κάρολιν, αντιστρέφουν τους ρόλους για να πουν μια ιστορία γυναικείας ενδυνάμωσης, η οποία ποτέ δεν εξελίσσεται σε κάτι το ενδιαφέρον και, πόσο μάλλον, κάτι το πραγματικά ενδυναμωτικό.

Υπάρχουν στοιχεία που επικεντρώνονται στο στάτους των γυναικών στην Βικτωριανή εποχή (σε μια θεατρική παράσταση στην οποία η πρωταγωνίστρια είναι εγκλωβισμένη σε μια πατριαρχική κοινωνία και πρέπει να διαλέξει μεταξύ δυο αντρών – γιατί όμως δεν μπορεί να ζήσει ελεύθερη όπως θέλει εκείνη;) αλλά και στο σήμερα, όπου η Σάλμα Χάγιεκ Πινό, παρουσιάζεται ως μια δυναμική επιχειρηματίας η οποία ακόμα και σήμερα δεν μπορεί, παρά τα όσα έχει καταφέρει, να ζήσει ελεύθερη. Ωραία στοιχεία τα οποία όμως προσεγγίζονται με έναν τόσο αφελή τρόπο που ποτέ δεν αναπτύσσονται ώστε να δώσουν στις ηρωίδες τους την πραγματική απελευθέρωση που αναζητούν από την αρχή. Θέλοντας να δώσει φωνή στις γυναίκες και να δείξει πως πλέον μπορούν να έχουν το πάνω χέρι και τη δύναμη για να κάνουν ό,τι θέλουν, όποτε θέλουν και με όποιον θέλουν, το φιλμ την πνίγει μέσα σε κακογραμμένους διαλόγους.

Ακόμα και μέσα στο πλαίσιο της γυναικείας ενδυνάμωσης, ο Σόντερμπεργκ «απαγορεύει» στις γυναίκες το ανδρικό γυμνό θέαμα. Τα αγόρια στην ταινία (και ο Τέιτουμ) ποτέ δεν εμφανίζονται γυμνά, πέρα από κάποιες σκηνές χωρίς μπλούζα, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με το απελευθερωτικό μήνυμα της τριλογίας. Σκηνοθετεί τις χορευτικές του σκηνές με κάποιες πινελιές έντασης (ένα ενδιαφέρον μοντάζ όπου κάποιοι χορευτές περνούν από οντισιόν), αλλά περισσότερο θυμίζουν στιγμές βγαλμένες από κάποια ταινία «Step Up», παρά απ' όσα μας έχει συνηθίσει το «Magic Mike».

Στο άνευρο σύνολο δεν βοηθάει και η χημεία μεταξύ του Τέιτουμ και της Χάγιεκ Πινό (οι οποίοι μεμονωμένα διαθέτουν τις στιγμές τους), η οποία χάνεται αμέσως μετά την πρώτη τους ερωτική σκηνή και δεν επανέρχεται ποτέ.

Ακόμα και αυτός ο περιβόητος χορός στο φινάλε, για τον οποίο τόσα πολλά υποσχέθηκε ο Σόντερμπεργκ, πως θα είναι κάτι το μοναδικό και θα διαρκεί για μισή ώρα, καταλήγει να μοιάζει σαν έναν εραστή που παινεύεται για τις επιδόσεις του στο κρεβάτι και τελικά απλώς ολοκληρώνει στο πεντάλεπτo. Κάπως έτσι είναι και όλη η ταινία «Magic Mike: Ο Τελευταίος του Χορός». Δεν... τελείωνει με το happy end που για τόσο χρόνια σε προετοίμαζε το (αναπάντεχο) franchise.