Το όνομα του Τζέιμς Ντ’Aρσι ίσως να μην είναι ιδιαίτερα γνωστό σε αρκετούς, αλλά ο Βρετανός ηθοποιός έχει πρωταγωνιστήσει σε μερικές από τις μεγαλύτερες παραγωγές του Χόλιγουντ, όπως οι «Εκδικητές: Η Τελευταία Πράξη» και «Δουνκέρκη». Τώρα - κι έχοντας ήδη μια ταινία μικρού μήκους στο ενεργητικό του - αποφασίζει να κάνει το σκηνοθετικό και σεναριακό του ντεμπούτο στο σινεμά με την ταινία «Made in Italy», μια ιστορία αγάπης, απώλειας, ενηλικίωσης αλλά και ένα σχόλιο πάνω στις δεύτερες ευκαιρίες που όλοι αξίζουμε στη ζωή, τόσο επιδερμικό που γρήγορα χάνεται κάτω από τα πανέμορφα και μαγευτικά τοπία της Τοσκάνης.
Ο Ντ’Αρσι γράφει και σκηνοθετεί την ταινία του όπως ακριβώς θα περίμενε κανείς για μια ρομαντική δραμεντί της οποίας ο κεντρικός άξονας στρέφεται κυρίως γύρω από τη σχέση μεταξύ ενός πατέρα, του Ρόμπερτ, ζωγράφου που έχει αποσυρθεί και του γιου του, του Τζακ, ο οποίος δεν μπορεί να δεχτεί με τίποτα τον πρόσφατο χωρισμό του, καθώς είναι συν-ιδιοκτήτης με την πρώην του μιας γκαλερί στο κέντρο του Λονδίνου. H σχέση των δύο αντρών, όμως, μοιάζει να είναι το ίδιο ετοιμόρροπη με το, εδώ και αρκετά χρόνια εγκαταλελειμμένο και μισογκρεμισμένο, εξοχικό τους στην Τοσκάνη, το οποίο πηγαίνουν να ανακαινίσουν, με σκοπό να το πουλήσουν.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά καταλαβαίνει κάποιος τη διάθεση του Ντ’Αρσι, τόσο για τον μέλλον των ηρώων του, όσο και για την ιστορία που θέλει να διηγηθεί, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ κομεντί και μελοδράματος. Κάθε βήμα που κάνει προς την εξέλιξη της ιστορίας μοιάζει να κινείται με μαθηματική ακρίβεια πάνω από μια σωρεία από κλισέ (η ανακαίνιση του σπιτιού ως παραλληλισμός με τη δουλειά που γίνεται για να χτιστεί ξανά η σχέση πατέρα/γιού είναι απλώς χιλιοειπωμένη, θυμηθείτε και το υποτιμημένο «Ενα Σπίτι, Μια Ζωή» του Ιρβιν Γουίνκλερ από το 2001 με τον Κέβιν Κλάιν και τον Χέιντεν Κρίστενσεν), για την αγάπη, την ενηλικίωση και τέλος τη συγχώρεση, χωρίς τη βοήθεια κάποιου εύστοχου χιούμορ ή έστω ενός πραγματικά «σημαντικού» οικογενειακού δράματος.
Η ταινία βρίσκεται στα καλύτερά της όταν ξεχειλίζει τόσο από τον αυθόρμητο ρομαντισμό που αποπνέουν οι νέες σχέσεις που δημιουργούν πατέρας και γιος, ο ένας με τη μεσίτρια του σπιτιού και ο άλλος με τη νεαρή Ιταλίδα σεφ μιας μικρής τρατορίας, όσο και από τα πανέμορφα πλάνα της Τοσκάνης, την οποία ο Μάικ Ιλεϊ φωτογραφίζει όπως ακριβώς της αρμόζει, με απαράμιλλη ομορφιά και αρκούντως καρτποσταλική διάθεση. Σε πρώτο πλάνο, η ιδιαίτερη χημεία ανάμεσα στον Λίαμ Νίσον και τον Μάικλ Ρίτσαρντσον (πατέρας και γιος και στην πραγματική ζωή, ο Μάικλ είναι γιος του Νίσον και της αδικοχαμένης Νατάσα Ρίτσαρντσον), η οποία βγαίνει εδώ αβίαστα και φυσικά, μια σχέση που ίσως δύσκολα θα μπορούσε να αποτυπωθεί στη συγκεκριμένη ταινία με δυο διαφορετικούς ηθοποιούς.
Η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του Ντ'Αρσι μπορεί να μην έχει τη χάρη και την ιταλική φινέτσα που το τίτλος της υπόσχεται, καθώς ξεμένει γρήγορα από ιδέες και ουσία, αλλά τουλάχιστον καταναλώνεται ανώδυνα, σαν ένα δροσιστικό gelato στην καρδιά του καλοκαιριού.