(επειδή η κριτική που ακολουθεί περιλαμβάνει spoilers για την υπόθεση, σας προτείνουμε να τη διαβάσετε αφού έχετε δει την ταινία)

Η Σου Αν είναι μια ευτραφής, ιδιότροπη Αφρομαμερικάνα που δουλεύει σε ένα κτηνιατρείο στο Οχάιο. Η μοναχική της ζωή θα ανατραπεί όταν μια παρέα μαθητών - ανάμεσά τους και η νεοφερμένη Μάγκι - θα της ζητήσουν να τους αγοράσει ποτά για μια νύχτα άγριου μεθυσιού. Η... εξυπηρέτηση θα γίνει συνήθεια και πολύ σύντομα η Σου Αν θα τους καλέσει να παρτάρουν στο υπόγειο του σπιτιού της. Τα παιδιά θα την λατρέψουν, θα την αποκαλούν «Ma», δείχνοντας την αγάπη τους, αλλά γρήγορα θα ανακαλύψουν πως πίσω από τη λαχτάρα της Σου Αν να είναι η «ψυχή του πάρτι» κρύβεται κάτι πολύ πιο σκοτεινό που έχει να κάνει με το παρελθόν της και με τον απαράβατο όρο που έχει θέσει σε όλους τους ανήλικους φίλους της: να μην ανέβουν ποτέ στο σπίτι της.

Προσπαθώντας να αφηγηθείς την υπόθεση του «Ma» είναι αδύνατον να μην σκεφτείς πως μια τέτοια ιστορία είναι κάτι που θα έγραφε ο Στίβεν Κινγκ, αν δεν το έχει ήδη κάνει από το «Ιt» μεχρι κάθε μικρή η μεγάλη ιστορία εκδίκησης που παίρνει ένα ενήλικας για την τραυματική (και τραυματισμένη) παιδική του ηλικία. Οπως επίσης είναι αδύνατον να μην φέρεις στο νου σου το «Τρέξε!», όχι μόνο επειδή η αφίσα του «Ma» διατυμπανίζει ότι μοιράζονται τους ίδιους παραγωγούς, αλλά γιατί με επιπλέον στοιχείο τη σκηνοθετική υπογραφή του Τέιτ - «Υπηρέτριες» - Τέιλορ, μόνο κάποιος τελείως αδαής θα υποστήριζε πως η ιστορία μιας Αφροαμερικάνας που θέλει να πάρει εκδίκηση από τους συμμαθητές της δεν είναι αμιγώς πολιτική.

Το «Ma», παρόλα τα σωστά υλικά του - με κυριότερο την παρουσία της Οκτάβια Σπένσερ στον ομότιτλο ρόλο (και σύμφωνα με τη διαφήμιση της ταινίας από τις πρώτες μαύρες ηθοποιούς πρωταγωνίστριες σε ταινία τρόμου - λες και η Χάλι Μπέρι δεν έχει παίξει στο «Gothica», για να μην μιλήσει κανείς για τα horror films του blaxploitation), δεν είναι ούτε Στίβεν Κινγκ, ούτε «Τρέξε!». Κυρίως δεν είναι μια ταινία που σε ενδιαφέρει, ούτε κινηματογραφικά ούτε πολιτικά, αφού ο τρόπος που επιλέγει να (σε) «τρομάξει» ή να «αφυπνίσει» ξεκινάει από το κλισέ και φτάνει τόσο μακριά, όσο το... προφανές.

Σκηνοθετημένη με τον γνωστό, ακαδημαϊκό προς το αδιάφορο, τρόπο του Τέιτ Τέιλορ (μετά τις «Υπηρέτριες» έκανε ακόμη το «Get on Up» για τον Τζέιμς Μπράουν και το «Κορίτσι του Τρένου», η «Ma» προσπαθεί να είναι και σκοτεινή και διασκεδαστική, και μελαγχολική και ξέφρενη, και πολιτική και ένα καθαρόαιμο horror. Αποτυχαίνει σε όλα, αφού επενδύει στο overacting της - προσπαθεί πολύ για να σε πείσει - Οκτάβια Σπένσερ, στα προβλέψιμα twists και - γιατί; - σε έναν απρόσμενο νιχιλισμό που δεν δικαιώνει πριν απ’ οτιδήποτε την ηρωίδα του.

Πιστεύοντας ότι τραβάει τον κυνισμό (πείτε το και κοινωνικοπολιτικό σχόλιο) στα άκρα, ο Τέιτ Τέιλορ αδιαφορεί για τους ηρωές του, αλλά και για το μήνυμα που θέλει τελικά να στείλει απέναντι στα θύματα του σχολικού εκφοβισμού και ρατσισμού. Η ηρωίδα του είναι μια υστερική ψυχοπαθής (κρίμα για την πολυπλοκότητα που παλεύει να δώσει στη «Ma» η Σπένσερ) που θα σε κάνει να τρομάξεις περισσότερο από την απάθεια που νιώθεις απέναντί της παρά επειδή παίζει με ενέσεις, πιστόλια, μαχαίρια, μηχανές ξυρίσματος και νοσοκομειακούς ορούς για μετάγγιση αίματος σκυλιών. Ο Στίβεν Κινγκ, για να κρατήσουμε την προφανή αναφορά, δεν το έκανε ούτε στο «Misery» και δεν θα το έκανε γενικά ποτέ...