«I paid the cost to be the boss» ακούγεται να λέει ο κινηματογραφικός Τζέιμς Μπράουν, με πραγματισμό, όχι με πικρία κι αυτό, ακριβώς, αποφασίζει να κάνει από την αρχή της ζωής του, σύμφωνα με το νέο biopic που γράφουν οι Τζεζ και Τζον-Χένρι Μπάτεργουερθ, με τον Μικ Τζάγκερ στην παραγωγή να φροντίζει για τον σεβασμό στο εκτόπισμα του τεράστιου μουσικού και τον Τέιτ Τέιλορ του «The Help» στη σκηνοθεσία, να ψάχνει για την ψυχή του Νονού της Soul. Το μικρό, πάμφτωχο, εγκαταλελειμμένο αγόρι που μεγάλωσε στο μπουρδέλο της θείας του στην Τζόρτζια, εκτός του ότι αγαπούσε τη μουσική κι είχε έμφυτη μια σπάνια αίσθηση του ρυθμού και της έντασης που αυτός μπορούσε να προκαλέσει, αποφάσισε ότι, αντί να πεθάνει, θα γίνει πλούσιος, ανεξάρτητος και σημαντικός. Και το έκανε, μ’ ένα υπεράνθρωπο πείσμα, μια εμμονική επιμονή στην πειθαρχία, μια άρνηση της κόπωσης και μια, απόλυτα συνειδητή, απόλαυση της διασημότητας και του κύρους.

Η ταινία του Τέιτ Τέιλορ προσπαθεί να μην είναι μια συμβατική βιογραφία, κινηματογραφικό είδος ομολογουμένως βαρετό. Αντί να δώσει έμφαση στις λεπτομέρειες της ζωής του Τζέιμς Μπράουν, γυρίζοντας την πλάτη στα μικρά και τα μεγάλα σκάνδαλα που προκάλεσε, χωρίς καμιά διάθεση για κουτσομπολιό και παραλειπόμενα, απλοποιώντας ή και παραμερίζοντας ολόκληρα κομμάτια της ιστορίας του, επικεντρώνεται στον Τζέιμς Μπράουν ως Ιδέα – στο πόσο ρηξικέλευθος ήταν για την εξέλιξη της μουσικής, αλλά και της μουσικής βιομηχανίας και στο πώς, από ανάγκη και από χάρισμα, διαμόρφωσε μια προσωπικότητα πληθωρική, καταπιεστική για τους οικείους του αλλά καθοριστική για ολόκληρη – λέξη καθοριστική στα χρόνια του φυλετικού σεπαρατισμού στην Αμερική – την ποπ κουλτούρα.

Τα όπλα του Τέιλορ για να διαφοροποιηθεί βρίσκονται κυρίως στα παιχνίδια του χρόνου στην αφήγηση, όπου ανακατεύει τις στιγμές του παρελθόντος, της παιδικής ηλικίας του Τζέιμς Μπράουν, της ακμής του και του «παρόντος» της ταινίας που τον συναντά στο 1988, με τον ίδιο παρορμητικό, αυθόρμητο τρόπο που οι αναμνήσεις και η πραγματικότητα μπερδεύονται στο μυαλό ενός ανθρώπου που τα έχει ζήσει όλα αυτά δυνατά. Η ταινία χωρίζεται σε ενότητες όχι χρονολογικές ακριβώς, αλλά κυρίως σηματοδοτημένες από τις διαφορετικές ταυτότητες που ο Τζέιμς Μπράουν έπαιρνε καθώς η δημόσια φιγούρα του ανέπτυσσε φόρα. Και, όχι απόλυτα πετυχημένα, αλλά οπωσδήποτε εντυπωσιακά, ο Τέιλορ δε διστάζει να βάζει συχνά τον ήρωά του να μιλά απ’ ευθείας στην κάμερα, συμπεριλαμβάνοντας συνωμοτικά τον θεατή στις εξηγήσεις ή στις αποφάσεις του, με την ίδια εγγύτητα που είχε ανέκαθεν ο Τζέιμς Μπράουν με το κοινό του, τον θεμέλιο λίθο της επιτυχίας του.

Στον κεντρικό ρόλο, ο Τσάντγουικ Μπόουζμαν, περισσότερο γνωστός στην Αμερική από το «42», ένα ακόμα biopic, του μπεϊζμπολίστα Τζάκι Ρόμπινσον αυτή τη φορά, δίνει μια οσκαρική ερμηνεία – δυναμίτη, αντάξια του Mr. Dynamite. Δεν κάνει απλώς μια μίμηση ακριβείας, παρότι αναπαριστά τον Τζέιμς Μπράουν τέλεια, από την περιφορά του και τις χορευτικές του φιγούρες, στην έκφραση του προσώπου του ενώ τραγουδά (στην ταινία ακούγονται οι live ηχογραφήσεις του Τζέιμς Μπράουν). Πολύ παραπάνω από αυτό, δείχνει να βιώνει τον πυρετό, το funky groove και το ατίθασο πνεύμα ενός ανθρώπου που δεν έχει τίποτε να χάσει, με συμπυκνωμένη ένταση και τεράστια, μεταδοτική εσωτερική δύναμη. Γύρω του, σε μικρούς αλλά απολαυστικούς ρόλους, οι «μούσες», πια, του Τέιτ Τέιλορ, Οκτάβια Σπένσερ και Βαϊόλα Ντέιβις (ως θεία Honey και ως απούσα μάνα αντίστοιχα) και ο Νέλσαν Ελις, ο Λαφαγιέτ του «True Blood», στο ρόλο του πιστού και μοναδικού, σχεδόν, φίλου του Μπράουν, Μπόμπι Μπερντ. Συγκινητική είναι και η συμμετοχή του Νταν Ακροϊντ στην ταινία, ο οποίος ήταν, στην πραγματικότητα, στενός φίλος του Τζέιμς Μπράουν που συμμετείχε, άλλωστε και στο «The Blues Brothers».

Οπως είναι φυσικό, στη μεγάλη διάρκεια των 139 λεπτών της ταινίας, η ορμητικότητα, ο ρυθμός ή η αποτελεσματικότητα κάνουν κύκλους, φεύγουν κι επανέρχονται. Αλλά προς χαρά των fans και μη, το φιλμ πετυχαίνει με πρωτότυπο και παρορμητικό, ενστικτώδη τρόπο, να παγιδεύσει την ταυτότητα μιας σπάνιας προσωπικότητας και να την κάνει λίγο πιο κατανοητή και καθόλου λιγότερο συναρπαστική. Να ταρακουνήσει, ρυθμικά, το κοινό και να το φέρει, έστω για στιγμές, στην κατάσταση που επιζητούσε ο Τζέιμς Μπράουν να φέρνει το κοινό στις συναυλίες του: μιας κοπιώδους έκστασης.

Διαβάστε ακόμη:

  • Flixibility: Αλάνα, Αφάνα και Καμπάνα - Αφορμής δοθείσης της κυκλοφορίας στις αίθουσες του βιογραφικού «Get on Up», ο Νίκος Πετρουλάκης αναπολεί όχι μόνο την εποχή που ο Τζέιμς Μπράουν αποτελούσε την μεγαλύτερη ατραξιόν στις ... εκθέσεις επίπλων αλλά και τις λίγες στιγμές που πέρασε μαζί του!