Το μυθιστόρημα της Πόλα Χόκινς κυκλοφόρησε μόλις πέρσι, το 2015 κι έγινε μεμιάς πολύκροτο best seller. Ηδη ξεδιπλώνεται στο σινεμά, με μια βιασύνη που αφήνει τα στίγματά της στο φιλμ. Αυτή είναι η – εκτεταμένη και περίπλοκη – ιστορία της Ρέιτσελ, συνυφασμένη με αυτές δυο ακόμα γυναικών. Η Ρέιτσελ έχει χωρίσει από τον Τομ, με τον οποίο δεν μπόρεσε και ποτέ να κάνει παιδί και το έχει ρίξει στην μποτίλια. Πηγαινοέρχεται με το τρένο κάθε μέρα, μόνο και μόνο για να παρατηρεί το σπίτι που κάποτε μοιραζόταν με τον άντρα της και που τώρα εκείνος μοιράζεται με τη νέα του γυναίκα, την Ανα και το νεογέννητο μωρό τους. Η Ρέιτσελ παρατηρεί και τους γείτονες, ένα άλλο φωτογενές ζευγάρι που μοιάζει να ζει τη ζωή που η ίδια λαχταρά, δηλαδή κάνει συχνά σεξ μπροστά στο παράθυρο. Ομως σε μια της διαδρομή, η Ρέιτσελ, μέσα στη θολούρα του ποτού, θα διαπιστώσει ότι κάτι δεν πηγαίνει καθόλου, μα καθόλου καλά στη βεράντα των γειτόνων – και θα δράσει.
Ως σκηνοθέτης, ο Τέιτ Τέιλορ έχει αποδείξει τη διεισδυτική ικανότητά του στη γυναικεία φύση με τις «Υπηρέτριες», εδώ αντιθέτως αναπτύσσει την αγάπη του για το camp, την αντιμετώπιση του δράματος με γυναίκες ηρωίδες ως διαγωνισμό βαρυσήμαντων βλεμμάτων και γυναικείας υστερίας, την κατασκευή μιας ηρωίδας σε απ’ ευθείας σύνδεση με τις εξτρεμιτέ μιας Μπέτι Ντέιβις, χωρίς το μεγαλείο, αλλά με την τρεγμένη μάσκαρα στα μάτια. Αυτό το ρόλο αναλαμβάνει να ενσαρκώσει η Εμιλι Μπλαντ που, ταυτόχρονα, δεν μπορεί και δε θέλει ν’ αποβάλλει τη γλυκύτητα και το θάρρος της, καθιστώντας τη Ρέιτσελ της λίγο πιο οικεία – αλλά όχι πολύ.
Η δομή της ταινίας στήνεται με τη διαδοχή «κεφαλαίων» με την κάθε ηρωίδα ως αφηγήτρια και με… χαρακτηριστικά κοντινά πλάνα: η μεθυσμένη μελαγχολία στα μάτια της Ρέιτσελ, η ξετσίπωτη τολμηρότητα στο λοξό βλέμμα της Μέγκαν, η μητρική ανησυχία στον τρόπο που κοιτά ολόγυρα η Ανα. Σ’ ένα σενάριο που διανύει πρώτα, με το τρένο και χωρίς, ένα δρόμο εξαιρετικά πολύπλοκο, με ταξίδια μπρος και πίσω στο χρόνο, με ανατροπές κρυμμένες στα συχνά black out της αλκοολικής (αλλά όχι πολύ), ηρωίδας της, για να φτάσει σε μια προβλέψιμη κατάληξη. Σε μια ιστορία όπου τίποτε δεν είναι απλό, αλλά όλα έχουν μια αναίτια δόση υπερβολής – από τον αυνανισμό της ψυχαναλυόμενης Μέγκαν μέχρι τα γκροτέσκ ξεσπάσματα του Τζάστιν Θερού.
Οσο η Ρέιτσελ κοιτάζει από μακριά, μαζοχιστικά αλλά και ηδονοβλεπτικά, το τι θα μπορούσε να είναι η ζωή της, άλλο τόσο ηδονοβλεπτικά βλέπει και ο Τέιτ Τέιλορ το σύμπαν που πλάθει και τους ήρωες που κατοικούν εκεί: Η Χέιλι Μπένετ είναι ελαφρώς αντιπαθητική μ’ ένα σέξι τρόπο, η Ρεμπέκα Φέργκιουσον φορά κυρίως μια πολύ κακή περούκα, ο Λουκ Εβανς βγάζει τον ερωτισμό ενός Κρίστιαν Στιλ από άλλη ταινία, ο Εντγκαρ Ραμίρεζ κάνει ένα διάλειμμα για κιτ κατ στην ανερχόμενη καριέρα του. Ομως όπως η Ρέιτσελ κλέβει εικόνες από τους ανθρώπους που ζηλεύει, έτσι κι εμείς, οι θεατές, βρίσκουμε ευκαιρία να χαζεύουμε τα υπέροχα ρούχα, τα όμορφα κορμιά, το άφθονο σεξ και τα ονειρεμένα σπίτια.
Η φωτογραφία, με τον επιμελημένο κόκκο που μάς υποψιάζει πως ό,τι βλέπουμε μπορεί να είναι πραγματικότητα ή και φαντασία/παιχνίδι του μυαλού, δανείζεται στοιχεία από ατμοσφαιρικά θρίλερ τύπου «Don’t Look Now» μέχρι τον εστέτ μεγαλοαστισμό κοσμοπολίτικων μίνι-σειρών και η μουσική του Ντάνι Ελφμαν βρίσκεται εκεί για να μας θυμίζει ότι βλέπουμε θρίλερ και να βοηθά το σασπένς ν’ ανεβαίνει κλίμακα.
Μια γερή ιδέα whodunit μεταφράζεται, εδώ, σε αδύναμο χιτσκοκικό ψυχογράφημα και, παρά τις προθέσεις τόσο της Χόκινς, όσο και του Τέιλορ, να το μπολιάσουν με την ιδέα ενός μεταφεμινιστικού δράματος, στην ουσία οι γυναίκες δεν είναι παρά έρμαια των αντρών, από τους οποίους διαφεύγουν μόνο ασκώντας βία, πράγμα όχι και πολύ φεμινιστικό αν το σκεφτεί κανείς. Το «Κορίτσι του Τρένου» προοριζόταν για το εμπορικό θρίλερ της χρονιάς, αλλά ξεκινώντας ήδη μ’αυτήν την ιδέα στο μυαλό, μοιάζει να πήρε τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, καλύπτοντας με βαριά στολίδια την ενδιαφέρουσα ιστορία του.