Ο Ούγκιεν ζει με τη γιαγιά του στην πρωτεύουσα του Μπουτάν, το Τίμπου. Είναι δάσκαλος, σε μια υποχρεωτική πενταετή θητεία που εμποδίζει διαρκώς το όνειρο του που είναι να φύγει από τη χώρα και να γίνει ποπ τραγουδιστής. Εχοντας ένα ακόμη χρόνο για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, στέλνεται από την κυβέρνηση στο πιο απομακρυσμένο σχολείο του Μπουτάν. Ο δάσκαλος της Λουνάνα των 56 κατοίκων - και των παιδιών που πασχίζουν να γίνουν κάτι περισσότερο από βοσκοί για και συλλέκτες μανιταριών - μόλις έφυγε και χρειάζονται αντικαταστάτη. Έτσι ο Ούγκιεν ξεκινάει ένα ταξίδι που περιλαμβάνει όχι μόνο ένα δεκαήμερο πεζοπορίας για να φτάσει στον προορισμό του αλλά και μια σύγκρουση διαρκείας με όλα όσα πίστευε πως έπρεπε να εγκαταλείψει προκειμένου να βρει το νόημα της ζωής.
Οσο προβλέψιμη κι αν μοιάζει (και είναι τελικά) η δομή της ταινίας του Πάου Τσόινινγκ Ντόρχι από το Μπουτάν με σπουδές στην Αμερική, είναι η ειλικρίνεια της και η αφοπλιστική - σχεδόν παιδική - της αθωότητα που την τοποθετούν ψηλότερα από την τυπική ιστορία του νέου που έρχεται σε επαφή με έναν άγνωστο αλλά τόσο κοντινό του πολιτισμό και καταλήγει να μάθει να ζει από την αρχή.
Ο,τι περιμένετε να συμβεί, θα συμβεί. Ο Ούγκιεν αρχικά θα αρνηθεί να πάρει τη θέση του δασκάλου στο πιο ακριτικό χωριό του κόσμου, ωστόσο όταν θα γνωρίσει τους κατοίκους του - από τα μικρά παιδιά μέχρι τους συνομήλικους και μεγαλύτερους του - θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται όχι μόνο μια ομορφιά που μέχρι τότε αγνοούσε, αλλά και την πραγματική σημασία του λειτουργήματος του δασκάλου που δεν είχε ποτέ συνειδητοποιήσει πως για κάποιους όχι προνομιούχους είναι συνώνυμο του… μέλλοντος.
Αγνές προθέσεις και ένα διαχρονικό μάθημα καλοσύνης είναι οι κεντρικοί άξονες μιας ταινίας ενηλικίωσης που φέρει με υπερηφάνεια τα εθνογραφικά της χαρακτηριστικά, προσπαθώντας να τους δώσει μια αύρα εκμοντερνισμού, πέφτοντας ωστόσο πολλές φορές στην παγίδα μιας γνώριμης υφής που ακουμπάει πάντα το θυμικό του θεατή και επιμένει πεισματικά να επενδύει στον (παντελώς άγνωστο στο δυτικό κόσμο) «κοινωνικό» εξωτισμό παρά τη γήινη ματιά που προσπαθεί πετυχημένα να εξαλείψει το φολκλόρ.
Το πετυχαίνει και με την αποκαλυπτική ερμηνεία του Σεράμπ Ντορζί αλλά και την πάντα χαριτωμένη παρουσία των παιδιών που από ερασιτέχνες αποδεικνύονται δεινοί εκφραστές συναισθημάτων και μηνυμάτων για τη ζωή, το όνειρο και προφανώς και για τις ταινίες που μένουν ακόμη να γυριστούν από μέρη του πλανήτη που δεν έχουν ακόμη γίνει πραγματικότητα.