Ο Ρίτσαρντ κι η Κέιτ κάποτε ήταν νέοι κι ερωτευμένοι. Τώρα είναι μεσήλικες και διαζευγμένοι. Ο Ρίτσαρντ βρίσκεται μια ανάσα πριν τη σύνταξη και την ελευθερία που αυτή συνεπάγεται. Μόνο που, πολύ αργά, μαθαίνει ότι η εταιρεία όπου δούλευε χρόνια πουλήθηκε σε γαλλικό κολοσσό και, μαζί, ρευστοποιήθηκαν τα χρήματα που προορίζονταν για την αποζημίωση του ίδιου και των συναδέλφων του. Ετσι, έξαλλος ο Ρίτσαρντ επιστρατεύει την Κέιτ κι ένα ζευγάρι κολλητών φίλων τους για να πάνε στη Γαλλία και να διεκδικήσουν αυτά που τους ανήκουν, από τον δολοπλόκο διευθυντή της εταιρείας, Βενσάν Κρουγκάρ. Κι αν εκείνος δε δεχτεί με το καλό, θα κλέψουν το τεράστιο διαμάντι αμύθητης αξίας που χάρισε στην αρραβωνιαστικιά του.
Δεν υπάρχει σ’ αυτό το ρομαντικό heist movie ούτε μια σκηνή, μια ιδέα του ανέμπνευστου σεναρίου που να είναι έστω λίγο πειστική, έστω για τα δεδομένα μιας ρομαντικής περιπέτειας. Ούτε οι διαρκείς αναφορές στην προχωρημένη ηλικία των ηρώων με προβλέψιμα αστεία του βεληνεκούς ότι την πιο κρίσιμη σκηνή της επιχείρησης κάποιος πρέπει επειγόντως να πάει στην τουαλέτα. Ούτε ο υπερβολικά, καρικατουρίστικα κακός του Λοράν Λαφίτ. Ούτε η πιθανότητα κάποιος να μπορεί να τα βάλει μ’ ένα μεγιστάνα για να μη χάσει τη σύνταξή του, πόσο μάλλον, όντας αδαής, να στήσει μια πολύπλοκη ληστεία. Ούτε το ενδεχόμενο η Εμα Τόμσον να υποδύεται μια μοιραία γυναίκα που όλοι πέφτουν σαν υπνωτισμένοι στον έρωτά της, όπως ο 25χρονος Γάλλος που γνωρίζει online, γιατί η Εμα Τόμσον μπορεί να είναι πολλά πράγματα, θαυμάσια ηθοποιός, εξαιρετική κωμικός όταν έχει την ευκαιρία, χαριτωμένη, έξυπνη, αλλά σίγουρα όχι γόησσα.
Κι έτσι, σ’ ένα φιλμ όπου κυβερνά η σαχλαμάρα, η απιθανότητα και το κλισέ, σε σημείο που να μην είναι καν ανάλαφρα αστείο, εκείνο που μένει είναι η μόνιμη «τζεϊμς-μποντική» γοητεία του Μπρόσναν (αχ και να μη φόραγε την Τεξανή μεταμφίεσή του), η μεταδοτική φωτεινότητα της Εμα Τόμσον και κάποιες διασκεδαστικές στιγμές του Τίμοθι Σπολ και του κρυφού μιλιταριστικού παρελθόντος του. Εστω κι αν το μεγαλύτερο κόλπο στη ζωή των συγκεκριμένων ηθοποιών, είναι ότι προφανώς πληρώθηκαν αδρά γι’ αυτήν την ταινία κι έδωσαν κουράγιο ο ένας στον άλλον.