Εννέα μεταφραστές από διάφορες χώρες προσλαμβάνονται από έναν μεγαλοεκδότη για να μεταφράσουν το πολυαναμενόμενο τελευταίο βιβλίο μιας μπεστ-σέλερ τριλογίας. Κλείνονται σε ένα πολυτελές οίκημα και πληρώνονται αδρά ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει καμία διαρροή. Οταν όμως δημοσιεύονται ξαφνικά οι πρώτες δέκα σελίδες του μυθιστορήματος, η δουλειά γίνεται εφιάλτης. Ενας από αυτούς είναι ο κλέφτης και ο εκδότης είναι έτοιμος να κάνει ό,τι χρειάζεται για να τον -ή την- αποκαλύψει.

Μετά την ρομαντική -με στiλ κι αιχμή- κομεντί του, «Populaire», ο Ρεζί Ρουανσάρ επιστρέφει με μια ταινία που ποντάρει επίσης στο στιλ, αν και το τοποθετεί σε ένα εντελώς διαφορετικό είδος, αυτό του whodunnit, αλλά από την οποία οποιαδηποτε αιχμή δυστυχώς απουσιάζει.

Η αλήθεια είναι πως το «Οι Μεταφραστές» δεν παύει να είναι διασκεδαστικό ως μια εξαιρετικά αναληθοφανής ιστορία μυστηρίου -και δεν μιλάμε για την κεντρική του ιδέα, αλλά για τον τρόπο που αυτή «ξεφεύγει» στην πορεία- όμως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα πυροτέχνημα, ένα μαγικό τρικ που στην αρχή δείχνει συναρπαστικό μα τελικά δεν βγάζει το λαγό από το καπέλο όπως υποσχόταν.

Δεν είναι μόνο πως η συνεχής προσπάθεια του σεναρίου και της σκηνοθεσίας να βάλει τρικλοποδιές στο θεατή μοιάζει από ένα σημείο και μετά βεβιασμένη, είναι επίσης ο τρόπος με τον οποίο ο Ρουανσάρ μοιάζει να κινεί σχεδόν μηχανικά την αφήγηση μόνο προς την κατεύθυνση του σασπένς, αγνοώντας σχεδόν ολοκληρωτικά άλλες, λεπτότερες αποχρώσεις των στοιχείων του μυστηρίου που θα προσέθεταν βάθος και επιπλέον ενδιαφέρον.

Μοιάζει με χαμένη ευκαιρία το να συγκεντρώσεις μια σειρά από ενδιαφέροντες χαρακτήρες και ηθοποιούς και να μην τους δώσεις τη δυνατότητα να αποκτήσουν μια πιο σχηματισμένη οντότητα, αντί να τους χρησιμοποιήσεις ως πιόνια της αγωνίας και σαν ατόπημα το να έχεις μια ιστορία που θα μπορούσε να ανοίγεται σε μια σειρά από ενδιαφέρουσες και σύνθετες θεματικές τις οποίες σχεδόν κυριολεκτικά αγνοείς.

Στις θερινές αίθουσες -όπου το φιλμ βρέθηκε μετά την αναβολή της αρχικής του εξόδου λόγω της πανδημίας του κορονοϊού- εν τούτοις, μοιάζει πιο εύκολο να προσπεράσεις τέτοιου είδους λάθη, ειδικά αφού η ταινία κινείται με ρυθμούς που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για περισσότερη σκέψη όσο τη βλέπεις, πέρα από το «μα τελικά ποιός το έκανε;».