Πέντε χρόνια μετά την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του «Η Συνομωσία της Σκιάς», ο Τομά Κρουιτόφ επιστρέφει στο σινεμά, αυτή την φορά λίγο παραπάνω σοφός σκηνοθετικά, το ίδιο φιλόδοξος, ωστόσο, αν και λιγότερο παρορμητικός. Με μια ταινία η οποία πέρα από μια πρώτη πιο απλοϊκή ματιά, όσο φορά την πλοκή της, καταλήγει να είναι ένα αρκετά σφιχτοδεμένο πολιτικό θρίλερ, με τις κλασικές Χιτσκοκικές πινελιές του και ενδιαφέροντα μηνύματα πάνω στην διαφθορά και τη πολιτική ακεραιότητα, που λειτουργεί λιγότερο ως σάτιρα πάνω στην ίδια την κοινωνία την οποία ζούμε, αλλά διαθέτει στο κέντρο της δυο υπέροχες ερμηνείες από τους Ιζαμπέλ Ιπέρ και Ρεντά Κατέμπ.

Η Κλεμάνς, μία ατρόμητη δήμαρχος μιας πόλης κοντά στο Παρίσι, ολοκληρώνει τη θητεία της. Μαζί με το δεξί της χέρι, τον πιστό Γιαζίντ, έχει παλέψει ενάντια στη φτώχεια, την ανεργία και τη διαφθορά. Οταν της γίνεται πρόταση να αναλάβει ένα υπουργείο, η φιλοδοξία της φουντώνει και διακυβεύεται η αφοσίωση της απέναντι στους πολίτες. Το (αιώνιο) ερώτημα είναι ένα: θα επιβιώσει η πολιτική της ακεραιότητα ή θα κυριαρχήσει η φιλοδοξία;

Ο Κρουιτόφ φαίνεται από την αρχή δεν θέλει να επικεντρωθεί στους ίδιους τους πολιτικούς και να τους δείξει ως άλλη μια καρικατούρα «υπερφιλόδοξων κακών» οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνο για τις ψήφους μοιράζοντας κούφιες υποσχέσεις στους πολίτες. Τον ενδιαφέρει περισσότερο να εξετάσει τι είναι αυτό που κάνει την ηθική τους πυξίδα να ταρακουνηθεί μέσα από μια περίπλοκη δυναμική μεταξύ όλων αυτών των παραγόντων που αποφασίζουν για το κοινό καλό χωρίς όμως να θέλει να αμφισβητήσει το ίδιο το πολιτικό σύστημα, αλλά ούτε να το αφήσει τελείως να ξεφύγει από την κρίση του.

Είναι σίγουρα μια αρκετά λεπτή γραμμή στην οποία ο Κρουιτόφ, με πλοηγό του τον χαρακτήρα της Κλεμάνς - με μια Ιζαμπέλ Ιπέρ η οποία για ακόμα μια φορά δείχνει το πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι ισορροπώντας αβίαστα ανάμεσα στις φιλοδοξίες του χαρακτήρα της αλλά και τις ηθικές της αξίες - οδηγεί την ιστορία του μέσα από μια γκρίζα ζώνη πολιτικών και μη συμφερόντων, αν και παρασύρεται συχνά από την ανάγκη να κάνει ταυτόχρονα και το δικό του πολιτικό σχόλιο. Θέτοντας ερωτήματα όπως αν οι πολιτικοί, λόγω της θέσης και του κοινωνικού τους στάτους, μπορούν να καταλάβουν απολύτως τα προβλήματα της κοινωνίας, ή αν οι δικές τους φιλοδοξίες πάντα υπερτερούν εις βάρος του γενικού καλού, ο Κρουιτόφ αφήνει το θεατή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα στο τέλος.

Δεν το καταφέρνει πάντα με τον θόρυβο που φαίνεται να επιθυμεί, όπως, για παράδειγμα, στην εμβάθυνση της σημαντικής ιστορίας πάνω στην οποία στηρίζει το ηθικό δίλημμα της ηρωίδας του. Οι κάτοικοι του κτιρίου που θέλει να σώσει η Κλεμάνς δεν παρουσιάζονται τίποτα περισσότερο ως ένα μέσο για την επίτευξη του πολιτικού της στόχου και παραμένουν στο παρασκήνιο, με την ιστορία τους να αντιμετωπίζεται κάπως βεβιασμένα και να μένει στο τέλος ανολοκλήρωτη - μια πραγματικά χαμένη ευκαιρία για τον Κρουιτόφ να κάνει και ένα πιο ενδιαφέρον κοινωνικό σχολιασμό πάνω στην εκμετάλλευση των ανθρώπων και το μεταναστευτικό.

Οι «Υποσχέσεις» είναι μια πιο σφιχτοδεμένη προσπάθεια από τον Κρουιτόφ, μια αφετηρία για προβληματισμούς και ενδιαφέρουσες συζητήσεις, αλλά, όπως και οι πολιτικοί εξάλλου, μην περιμένεις να κρατήσει όλα αυτά που υπόσχεται ως το τέλος.