Συνήθως, όλα ξεκινούν με ένα Κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι. Ετσι κι εδώ. Η 12χρονη κόρη του Μουσά έχει τα γενέθλιά της και η πολυμελής οικογένεια (τα τρία έφηβα παιδιά του Μουσά από τον πρώτο του γάμο, αλλά και τα μεσήλικα αδέλφια του) συγκεντρώνονται για να τη γιορτάσουν. Μία οικογένεια δεύτερης γενιάς Γάλλων που κάποιοι τα κατάφεραν καλύτερα (ο Μουσά είναι οικονομικός διευθυντής σε μία εταιρία, ο Ριάντ διάσημος παρουσιαστής τηλεοπτικής αθλητικής εκπομπής) κι άλλοι όχι και τόσο (ο Αντίλ είναι μεροκαματιάρης ταξιτζής, ενώ ο μεγαλύτερος Σαλάχ είναι άνεργος και επιβιώνει από το ταμείο της Πρόνοιας). Συνδετικός κρίκος η μεγάλη αδελφή Σάμια, που στηρίζει ακούραστα τους πάντες - η μόνη που γνωρίζει, για παράδειγμα, ότι η δεύτερη γυναίκα του Μουσά τον έχει εγκαταλείψει και επιστρέψει στην Αίγυπτο κι εκείνος φλερτάρει με την απόγνωση και την κατάθλιψη.

Οσο τα παραδοσιακά φαγητά μοιράζονται στα πιάτα, οι σπόντες πέφτουν βροχή. Ο Ριάντ είναι ο αστέρας της οικογένειας και συμπεριφέρεται με αυτή την αλαζονική βεβαιότητα ότι όλοι καταλαβαίνουν «πως έχει δουλειά». Για αυτό είναι συνεχώς απών. Οσο οι υπόλοιποι τον στριμώχνουν, εκεί που το πείραγμα τείνει να ξεφύγει, επεμβαίνει ο μειλίχιος Μουσά - τρυφερός, γλυκός, με κατανόηση. Παρόλη τη βουβή στεναχώρια του, παραμένει πάντα χαμογελαστός. Μοιάζει να έχει από καιρό υιοθετήσει το ρόλο του πυροσβεστήρα στις εντάσεις, του κυματοθραύστη της οικογένειας.

Μέχρι που ένας τραυματισμός του στο κεφάλι του προκαλεί μία κρανιοεγκεφαλική κάκωση και αλλάζει τόσο τη δική του συμπεριφορά, όσο και τη δυναμική των σχέσεων. Ο Μουσά μετατρέπεται σ' έναν θυμωμένο άντρα που ξεστομίζει αλήθειες χωρίς φίλτρο. Αλήθειες που κλονίζουν τα θεμέλια της οικογένειας και φέρνουν τους πάντες απέναντι στις ευθύνες τους. Ειδικά τον Ριάντ, ο οποίος ξαφνικά πρέπει να αντιμετωπίσει τον εγωιστή εαυτό του και να κάνει τη δική του διαδρομή επούλωσης.

Ο Ροσντί Ζεμ στην έκτη σκηνοθετική του απόπειρα εμπνέεται από μία προσωπική του οικογενειακή ιστορία και παραδίδει κάτι πιο ανάλαφρο από τα θέματα που μάς έχει συνηθίσει - οικείο, αλλά καθόλου απλό. Αντιθέτως. Ενώνοντας δυνάμεις στο σενάριο με την Μαϊγουέν, η οποία ξέρει πολύ καλά πώς να κλιμακώνει την καθημερινή μπαναλιτέ των σχέσεων σε εκρηκτικά συναισθηματικά ξεσπάσματα (πχ πώς μία περίπτωση επίσκεψης με γλυκά, μπορεί να γίνει αιτία παρεξήγησης), ο Ζεμ καταγράφει με ειλικρίνεια και νατουραλισμό τα βαθιά θαμμένα συμπλέγματα, τους ρόλους, τις ενοχές, τις ανισορροπίες, την εκμετάλλευση, αλλά και την αδιαπραγμάτευτη αγάπη - τα πρώτα υλικά που μάς ενώνουν με τους «δικούς μας ανθρώπους» σε οικογένειες.

Ο Ζεμ είναι πάνω από όλα σκηνοθέτης ηθοποιών. Με αυτό το ένστικτο επιλέγει το καστ του, με αυτή την αυτοπεποίθηση τους τοποθετεί στο επίκεντρο κάθε κάδρου, τους φωτίζει ζεστά και τους επιτρέπει να ξεδιπλώσουν την υποκριτική τους στόφα. Ο Σαμί Μπουαζιλά κλέβει κάθε σκηνή με τα μελαγχολικά του βλέμματα του, που προδίδουν πολλά περισσότερα για τον ήρωά του, από όσα ξεσπά μετά το ατύχημά του. Η Μαριέμ Σερμπά είναι ανεξάντλητη πηγή νεύρωσης, εντελώς πιστευτή σαν την μητριαρχική φιγούρα της οικογένειας. Ο Ζεμ παίζει κάτι γενναία κοντά στον εαυτό του: τον σταρ που παίρνει την αγάπη για δεδομένη.

Συνήθως, όλα τελειώνουν με ένα Κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι. Οχι εδώ. Ο Ζεμ δεν ενδιαφέρεται για συμπεράσματα, μηνύματα, ή επιλύσεις. Οι οικογενειακές εξαρτήσεις δεν είναι κάτι που επιλύεται, εξάλλου.

Οχι, δεν είναι η επιλογή του ανοιχτού, feel-good τέλους που μάς αιφνιδίασε. Οσο η κάπως ανεκμετάλλευτη ωρίμανση των χαρακτήρων, η έλλειψη μίας μικρής εμβάθυνσης στις εξελίξεις των ιστοριών τους. Ο Μουσά συνέρχεται (;) κι επιδιορθώνει απότομα τις σχέσεις του με τα παιδιά του, η μεγάλη αδελφή επανεμφανίζεται παρά τις προσβολές, τα υπόλοιπα αδέλφια και οι δικές τους ιστορίες παραμένουν σε ατάκες ενός μονολόγου της Μαϊγουέν. Ολα μοιάζουν κάπως βεβιασμένα και μισοταναπτυγμένα και μισοτελειωμένα.

Παρόλα αυτά, το ζεστό, ευαίσθητο βλέμμα που Ζεμ υπερισχύει κάθε αντίρρησης. Είναι πασιφανές πώς επιλέγει να αποχαιρετήσει τους ήρωές του - με κατανόηση και τρυφερότητα. Και την κακοφωνία ενός ακόμα κυριακάτικου οικογενειακού τραπεζιού. Γιατί τίποτα δεν τελειώνει - πληγές επουλώνονται, μικρές ή μεγάλες ουλές παραμένουν.