Δύο είναι οι αρχετυπικές γυναικείες φιγούρες του φελινικού σύμπαντος. Η μία είναι η Τζελσομίνα του «La Strada» και η άλλη είναι η Καμπίρια. Κι αν με την πρώτη ηρωίδα τα μεγάλα, αθώα μάτια και η καρτουνίστικη μορφή της Τζουλιέτα Μασίνα κατέκλυσαν για πρώτη φορά τη μεγάλη οθόνη, συστήνοντας έναν «θηλυκό Σαρλό» με μεγάλη καρδιά που ανέχεται και υπομένει τα πάντα στο όνομα της αγάπης, στις «Νύχτες της Καμπίρια» η ίδια μορφή και το ίδιο βλέμμα απαίτησαν περισσότερα από τη ζωή και πληγώθηκαν το ίδιο βάναυσα, βρήκαν όμως το κουράγιο και το ψυχικό σθένος να ανακαλύψουν ξανά το χαμόγελο τη στιγμή της συντριβής.
Η ζωή της Καμπίρια δεν είναι τίποτε άλλο από μια συνεχής διάψευση κι εκμετάλλευση. Από το πρώτο προφητικό και δυσοίωνο πλάνο κοντεύει να χάσει τη ζωή της, γιατί έδειξε εμπιστοσύνη σε έναν άντρα, τον Τζόρτζιο, τον οποίο σπίτωσε στη φτωχική της τρώγλη στα περίχωρα της Ρώμης, αυτός όμως της ανταπέδωσε τη φιλοξενία ρίχνοντάς τη στον ποταμό και κλέβοντας την τσάντα της. Η Καμπίρια είναι μια πόρνη, φωνακλού, ενθουσιώδης, ευκολόπιστη. Μπορεί να μπει χωρίς δεύτερη σκέψη στο αμάξι οποιουδήποτε και να ζήσει αυτό που η ίδια θεωρεί την επόμενη μεγάλη περιπέτεια. Είναι, όμως, και μια γυναίκα που θέλει να ερωτευτεί χωρίς αναστολές κι επιφυλάξεις, να βρει εκείνον τον άντρα για τον οποίο θα αλλάξει ζωή. Στο δικό της μικρόκοσμο δεν υπάρχει χειραφέτηση κι αυτονομία. Αυτά είναι θεωρητικές έννοιες και η Καμπίρια θα βρει την υπερηφάνεια μόνο όταν αυτή θα ποδοπατηθεί.
Ίσως η κωμική της περσόνα να είναι ο μοναδικός τρόπος προστασίας και άμυνας στον σκληρό κόσμο που έχει αναγκαστεί να επιβιώνει. Μετά τη γνωριμία της με έναν διάσημο ηθοποιό που θα την κάνει πρόσκαιρα να πιστέψει ότι μπορεί να αλλάξει ζωή, η Καμπίρια θα νιώσει την ανάγκη για αλλάγη όταν δει πάει μαζί με την παρέα της από πόρνες και νταβατζήδες σε μία λιτανεία. Θα προσευχηθεί, αλλά θα πάρει για απάντηση τη σιωπή. Αντίθετα, θα νιώσει για πρώτη φορά ίσως στη ζωή της μια υπερβατική εμπειρία, όταν γνωρίσει έναν άνδρα που προσφέρει ανιδιοτελώς φαγητό στους άστεγους (μεταξύ των οποίων και σε μια ηλικιωμένη συνάδελφό της) στις σπηλιές και τα λαγούμια της περιοχής.
Μετά από μια τυχαία επίσκεψη στο σόου ενός ταχυδακτυλουργού και μάγου, η Καμπίρια θα επιλεγεί τυχαία ανάμεσα στο κοινό για μία επίδειξη ύπνωσης και τότε θα αποκαλύψει χωρίς να το ξέρει στο κοινό ότι έχει μαζέψει λεφτά για την προίκα της και ότι θέλει να ζήσει μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Όταν συνέλθει θα αποχωρήσει ντροπιασμένη και τότε θα την πλησιάσει ένας δειλός και συνεσταλμένος λογιστής, ο οποίος θα κάμψει τις αντιστάσεις της, καθώς μοιάζει να είναι η απάντηση στις προσευχές της. Η σωτηρία μοιάζει να έχει βρεθεί, όμως η Καμπίρια εθελοτυφλεί μπροστά σε όλα τα σημάδια για μια ακόμη φορά και αποφασίζει να πουλήσει τα πάντα και να ακολουθήσει τον άνδρα που ερωτεύτηκε ξανά κεραυνοβόλα.
Ο χαρακτήρας της Καμπίρια εμφανίστηκε για πρώτη φορά στον «Λευκό Σεΐχη», την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Φελίνι, όμως ο σκηνοθέτης θεώρησε πως μπορούσε να αφιερώσει μια ολόκληρη ταινία σ’ εκείνη, ειδικά μετά τη γνωριμία του με μια πραγματική πόρνη κατά τη διάρκεια της προηγούμενης ταινίας του, «Στη Σκιά του Υποκόσμου», αλλά και την παγκόσμια επιτυχία και το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης ταινίας του «La Strada», με πρωταγωνίστρια τη σύζυγο και μούσα του Τζουλιέτα Μασίνα. Παρά την αρχική απροθυμία των παραγωγών να χρηματοδοτήσουν μια ταινία με κεντρική ηρωίδα μια πόρνη, το στοίχημα του Φελίνι τελικά απέδωσε, χαρίζοντας του την αμέσως επόμενη χρονιά ένα δεύτερο Όσκαρ στην ίδια κατηγορία.
Με γερά πατήματα στη νεορεαλιστική παράδοση του σινεμά της χώρας του, το «Οι Νύχτες της Καμπίριας» απεικονίζει τα περίχωρα της Ρώμης σαν μια τεράστια χωματερή, έναν βάλτο όπου σαπίζουν τα όνειρα και οι ζωές των απόκληρων ενός (υπο)κόσμου χωρίς ελπίδα. Πίσω από τις φωνές, τις φασαρίες, τα αυτοσχέδια πάρτι και το χορό στις πιάτσες, ελλοχεύει η πίκρα της ζωής στο περιθώριο και η διαφορά με την αστική τάξη γίνεται έκδηλη στην επίσκεψη της Καμπίρια στην αριστοκρατική Βία Βένετο, όπου εκείνη αποτελεί ένα ξένο σώμα που αναζητά την ένταξη. Με τη βοήθεια του Πιερ Πάολο Παζολίνι στο σενάριο για περισσότερη αυθεντικότητα στους διαλόγους, ο Φελίνι ακουμπά στο νατουραλισμό, έρχεται, όμως, ένα βήμα πιο κοντά στο δικό του μαγικό σινεμά, που θα οδηγούσε στα μετέπειτα αριστουργήματά του, δίνοντας στις περιπέτειες της Καμπίρια μια μπουφονική και κλοουνίστικη διάσταση κι εκμεταλλευόμενος το φυσικό παρουσιαστικό και την κίνηση της Μασίνα, η οποία πλάθει ένα χαρακτήρα γεμάτο παλμό, ένταση και νεύρο, με μια προσωπικότητα αντιστρόφως ανάλογη της μικροκαμωμένης της φιγούρας.
Σε έναν μικρόκοσμο γεμάτο λιοντάρια και λύκους, η Καμπίρια προσπαθεί να εναρμονιστεί και να φοράει το σκληρό της πρόσωπο, αλλά παραμένει το πρόβατο που νομοτελειακά θα πέσει κάποια στιγμή στην παγίδα ενός αρπακτικού. Ακόμα και τότε, όμως, όπως το συγκλονιστικό τελικό πλάνο αποκαλύπτει, βρίσκει το θάρρος μέσα στα δάκρυα να σκάσει ένα χαμόγελο και να σπάσει τον τέταρτο τοίχο κοιτάζοντας κατάματα τον θεατή. Τότε, όλα μετατρέπονται σε μια φελινική γιορτή, σε έναν ακόμα κινηματογραφικό ύμνο στη ζωή με υπόκρουση τη μουσική του Νίνο Ρότα, όπου όλα μπορούν να ξεκινήσουν και πάλι από το μηδέν.