Πριν αναρωτηθεί κανείς πόσο «ξεπερασμένη» μπορεί να μοιάζει μια ταινία που φέρει σε κάθε της καρέ τη σφραγίδα της εποχής στην οποία γυρίστηκε, ας προσπαθήσει να αντισταθεί στην ακαταμάχητη γοητεία της που συνοψίζεται με συνοπτικές διαδικασίες ήδη λίγο μετά τους τίτλους αρχής. Κοινώς στο πρώτο μισάωρο, εκεί όπου το ωστικό κύμα των τριών bigger than life πρωταγωνιστών του έρχεται να συναντήσει τα ξέφρενα (από κάθε άποψη) τέλη των 60s με μια αριστοτεχνική σκηνή απόδρασης εν κινήσει, αφήνοντας στην Ιστορία (του σινεμά και όχι μόνο) ένα αποτύπωμα πιο ποπ και από τις floral ταπετσαρίες με τις οποίες καλύπτονται οι τοίχοι των παριζιάνικων διαμερισμάτων.
Βασισμένη σε μυθιστόρημα του Ογκίστ Λε Μπρετόν (στον οποίο ανήκουν και το «Rififi» που έκανε διάσημη ταινία ο Ζιλ Ντασέν και το «Bob Le Flambeur» που έκανε αριστούργημα ο Ζαν-Πιερ Μελβιλ), σε σενάριο του Χοσέ Τζιοβάνι (που αρκεί ότι ήταν ο συγγραφέας της «Τρύπας» του Ζακ Μπεκέρ, αλλά και σεναριογράφος σε μια σειρά από γαλλικά φιλμ νουάρ, ανάμεσά τους το «Classe tous Risques» του Κλοντ Σοτέ) και σκηνοθετημένο από τον Ανρί Βερνέιγ που μίσησε η nouvelle vague επειδή παραήταν κλασικός, αλλά τελικά αποδείχτηκε πιο «αμερικάνος» και από τη φιλοδοξία των Γκοντάρ και Τριφό μαζί, η «Συμμορία των Σικελών» δεν διαθέτει φυσικά ούτε τον κυνισμό της ταινίας του Ντασέν, ούτε την υπαρξιακή αγωνία της ταινίας του Μελβίλ.
Μέσα στην αστραφτερή της ποπ γοητεία, όμως, διαθέτει τον Αλέν Ντελόν στο ίδιο πλάνο με τον Ζαν Γκαμπέν, πράγμα που θα ήταν μάλλον αρκετό, αλλά γιατί να μην προσθέσεις και τον (πάντα τόσο σπουδαίο) Λινο Βεντούρα να τους κυνηγά σε ένα τόσο θρυλικό «τρίο» που γεμίζει την οθόνη με στιλ, ανεπιτήδευτη υποκριτική και στιβαρή ευρωπαϊκή σφραγίδα - και λόγω υπόθεσης βρίσκεται με το ένα πόδι στο δαιδαλώδες Παρίσι και με το άλλο στην αιώνια πόλη της Ρώμης.
Η υπόθεση είναι απλή - μέχρι τη στιγμή που περιπλέκεται μάλλον ελέω εποχής που θέλει και ίντριγκα και ρομάντζο και προδοσία και περισσότερες από μια σκηνές δράσης για να μπορέσει να αντέξει και τo βάρος του «εμπορικού σινεμά».
Ο Αλεν Ντελόν υποδύεται τον Ροζέρ Σαρτέ, έναν σεσημασμένο κλέφτη που καταφέρενει να αποδράσει όταν συλλαμβάνεται για ένοπλη ληστεία και φόνο από μια συμμορία Σικελών με αρχηγό τον Βιτόριο Μαλανέζε (ο Ζαν Γκαμπέν). Ο δαιμόνιος Γάλλος θα προτείνει στον Ιταλό «νονό» να επιχειρήσουν τη ληστεία του αιώνα: να κλέψουν τα πανάκριβα κοσμήματα από μια έκθεση στη Βίλα Μποργκέζε στη Ρώμη. Και αυτός με τη σειρά του θα εμπιστευθεί έναν Αμερικάνο φίλο που θα προτείνει να καταλάβουν το αεροπλάνο που μεταφέρει τα διαμάντια της έκθεσης. Στο κατόπι τους, ο Επιθεωρητής Λε Γκοφ (Λίνο Βεντούρα) αναζητά τον Σαρτέ σαν αποστολή ζωής και προσπαθεί να ξεσκεπάσει τη σισιλιάνικη συμμορία.
Από τη μία είναι το ανοικονόμητο coolness που απενοχοποιημένα (και δεν εννοούμε μόνο τη σκηνή με τον Αλέν Ντελόν και το χέλι!) ολοκληρώνει μια ταινία που παρακολουθείς σχεδόν με κομμένη την ανάσα, καθώς αυτή αποκτά και διαστάσεις σύγχρονου γουέστερν υπό τους ήχους του soundtrack του Ενιο Μορικόνε, ο οποίος σοφά βρίσκει τις αναλογίες ανάμεσα στο heist που θυμίζει εκείνο του «Για Μια Χούφτα Δολάρια» και της αναγωγής και στο περιβάλλον του υποκόσμου όπου η μόνη ηθική είναι το χρήμα.
Από την άλλη είναι και αυτή η (ευτυχώς για όλους μας) ξεπερασμένη απεικόνιση των γυναικών που, καταδικασμένες να αποτελούν αντικείμενα του σεξ, δεν λειτουργούν ούτε καν ως femme fatales. Αλλά και μια ολόκληρη αναλογική εποχή που μοιάζει λίγο σαν «κλασικό εικονογραφημένο» εγκυκλοπαιδικής αξίας, αφού ο κόσμος έχει αλλάξει τόσο ώστε να μην πιστεύεις ακριβώς - παρά μόνο ως αστείο - την τόσο εύκολη μεταφορά όπλων σε ένα αεροπλάνο, να μπορείς να στέκεσαι με αμφιβολία απέναντι στον Αλεν Ντελόν και ίσως να μην γνωρίζεις καν ποιος είναι ο Ζαν Γκαμπέν ή ο Λίνο Βεντούρα.
Το τελευταίο είναι ασυγχώρητο, αλλά για όλα τα υπόλοιπα δεν υπάρχει κανείς που θα μπορούσε με το χέρι στη φωτιά να υποστηρίξει πως αυτή η «Συμμορία» είναι κάτι περισσότερο από μια - διασκεδαστική και χορταστική - ταινία της εποχής της. Και μόνο ως τέτοια μπορεί να αφορά έναν σημερινό θεατή.