Αν υπάρχει ένας σκηνοθέτης που συνεχίζει επάξια την παράδοση και την παρακαταθήκη του Γιασουτζίρου Οζου, αυτός είναι σίγουρα ο Χιροκάζου Κόρε-Εντα, όχι τόσο λόγω της κοινής ιαπωνικής καταγωγής, όσο κυρίως γιατί μέσα από τα χαμηλόφωνα και λιτά οικογενειακά δράματά του ανατέμνει κι αυτός τις ανθρώπινες σχέσεις και αποκαλύπτει την αλήθεια και την ομορφιά, όπως αυτές ξεδιπλώνονται χωρίς μεγαλοστομίες ή δραματικές εξάρσεις μέσα από μικρές, καθημερινές, ή ακόμα και ασήμαντες στιγμές.
Στην «Αλήθεια», την πρώτη του ταινία μετά το θρίαμβο των Καννών με τους «Κλέφτες Καταστημάτων», ο Κόρε-Εντα αποφάσισε να πραγματοποιήσει μια υπόσχεση χρόνων για συνεργασία με τη θαυμάστρια του έργου του, Ζιλιέτ Μπινός (η οποία έχει άλλωστε αποδείξει έμπρακτα την αγάπη της για το ασιατικό σινεμά, έχοντας δουλέψει ήδη με τον Χου Χσιάο Χσεν και τη Ναόμι Καουάσε), το μεγάλο στοίχημα, όμως, παρέμενε αν θα κατάφερνε να μεταφέρει την προβληματική των έργων του σε ένα ολότελα διαφορετικό γλωσσικό και πολιτισμικό περιβάλλον, όπως το γαλλικό, ή αν θα χανόταν στη μετάφραση. Τελικά, όμως, ο Ιάπωνας σκηνοθέτης απέδειξε ότι το όραμά του δε γνωρίζει γεωγραφικούς περιορισμούς.
Γιατί ήδη από τα πρώτα πλάνα ενός υπέροχα φωτισμένου δάσους στις παρυφές του Παρισιού κατά τις πρώτες ημέρες του φθινοπώρου, με τα φύλλα των δέντρων να θροϊζουν και να αποκτούν σταδιακά ένα ζεστό, χρυσό χρώμα, ο Κόρε-Εντα πλάθει ένα σύμπαν, το οποίο έχει τη δική του σοφή νομοτέλεια. Εκεί, η Λουμίρ, σεναριογράφος στην Νέα Υόρκη και παντρεμένη με έναν αλκοολικό και αποτυχημένο ηθοποιό, επισκέπτεται με το σύζυγο και την κόρη της, τη μητέρα της, Φαμπιέν, διάσημη ηθοποιό του γαλλικού σινεμά, η οποία έχει μόλις δημοσιεύσει τα απομνημονεύματά της.
Η Φαμπιέν είναι μια ντίβα, ένας ζωντανός-θρύλος, και με κάθε νεύμα, λέξη και χειρονομία της φροντίζει να το υπενθυμίζει. Με συντροφιά τον ατζέντη της, αλλά και τον σύντροφό της, που εκτελεί ταυτόχρονα χρέη οικονόμου στο σπίτι της, η Φαμπιέν βρίσκεται στη δύση της ζωής και της καριέρας της, αντιμετωπίζει όμως τα πάντα ψυχρά, με μία αποστασιοποιημένη και δίχως συναισθηματισμούς στωικότητα. Η άφιξη της κόρης της θα οδηγήσει αναπόφευκτα στη σύγκρουση, ειδικά λόγω του περιερχομένου των απομνημονευμάτων που παρουσιάζουν μια εξωραϊσμένη εκδοχή της πραγματικότητας, τελικά, όμως, ποιά είναι η αλήθεια για τις ζωές των δύο γυναικών, πού βρίσκεται το ψέμα, και τι αξία έχει η τελική αποτίμηση, όταν τα πάντα διαστρεβλώνονται από τις αναμνήσεις;
«Μάνα και κόρη, τι τρομερός συνδυασμός», είχε πει η Λιβ Ούλμαν στη «Φθινοπωρινή Σονάτα» κι η ταινία του Κόρε-Εντα μοιάζει να είναι η δική του ανάγνωση σ’ αυτή την τρικυμιώδη σχέση (ακόμα και η εποχή συμπίπτει), όπου, όμως, τίποτα δε θυμίζει τη δραματικότητα και το έρεβος του Μπέργκμαν, αλλά όλα είναι πιο υπαινικτικά, υποδόρια και ανάλαφρα. Δεν υπάρχει κανένα μεγάλο ψυχικό τραύμα που έχει στιγματίσει τις ζωές των δύο γυναικών, ούτε αυτές οδηγούνται στη μεγάλη σύγκρουση, αντιθέτως δύο ώριμες και δυναμικές γυναίκες προσπαθούν να επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους μέσα από τα λάθη και τις παραλείψεις τους.
Κι αν αυτό στερεί από την ταινία τη βαρύτητα ενός στιβαρού δράματος, της χαρίζει περισσότερη …αλήθεια, γιατί τα πάντα κινηματογραφούνται από τον Κόρε-Εντα με μια νατουραλιστική αμεσότητα και οι διάλογοι μοιάζουν να είναι περισσότερο προϊόν αυτοσχεδιασμού κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, παρά ένα εξαρχής διαμορφωμένο και χωρίς αποκλίσεις σενάριο. Μέσα σε αυτή τη φυσική και απρόσκοπτη ροή, όμως, τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη διαφορετική από κάθε ηρωίδα εκδοχή τους γι’ αυτή, θολώνουν τεχνηέντως και διαρκώς οδηγώντας σε μια γοητευτική αμφισημία.
Η ταινίας επιστημονικής φαντασίας, μάλιστα, που γυρίζει η Φαμπιέν και στην οποία υποδύεται σε προχώρημένη ηλικία την κόρη μιας βαριά άρρωστης γυναίκας που ταξιδεύει από το διάστημα μέσα στο χρόνο για να βρίσκεται κοντά της, δίνει την ευκαιρία στον Κόρε-Εντα να αντιστρέψει τους ρόλους, αλλά και να παίζει με τις πολλαπλές δυνατότητες της ερμηνείας μιας ταινίας μέσα στην ταινία. Γιατί η προσέγγιση της διάσημης ηθοποιού σ’ αυτό το ρόλο θα γίνει και το κλειδί για την προσέγγιση στην αποξενωμένη της κόρη στην «πραγματική ζωή» μέσα από αναστοχαστικούς διαλόγους, γεμάτους από αντικατοπτρισμούς και αντανακλάσεις από μια μυθοπλαστική τελικά μνήμη.
Και το παιχνίδι του Κόρε-Εντα ανάμεσα στη μυθοπλασία και τη ζωή συνεχίζεται, αφού στο ρόλο της Φαμπιέν τοποθετεί έναν μύθο του γαλλικού σινεμά, την Κατρίν Ντενέβ, και μάλιστα σε μια ιστορία που οδηγεί αναπόφευκτα σε παραλληλισμούς με τη ζωή της Γαλλίδας ηθοποιού και τη δημόσια εικόνα της ως εκείνης της ice queen, που στη ζωή και την τέχνη της αντιμετώπισε τα πάντα με ένα ελεγχόμενο συναίσθημα κάτω από το οποίο τα πάθη ελλόχευαν και μόνο ακροθιγώς αναδύονταν ή υπονοούνταν στο πανέμορφο πρόσωπό της. Στον καλύτερο και πιο ουσιαστικό ρόλο της εδώ και πολλά (πολλά) χρόνια, η Ντενέβ ακολουθεί πιστά το σκηνοθέτη της με μια απατηλή ερμηνεία που θα μπορούσε να είναι ο εαυτός της, είναι όμως και κάτι ξεκάθαρα τόσο διαφορετική από αυτή.
Γιατί αν η σχέση μάνας και κόρης θα μπορούσε να θυμίζει τη σχέση της ίδιας με την Κιάρα Μαστρογιάννι, η (μυθοπλαστική) αναφορά μέσα στην ταινία στη Σάρα Μονταβέν, μια διάσημη ηθοποιό και φίλη της Φαμπιέν, με την οποία είχαν μια ανταγωνιστική σχέση αγάπης και μίσους μέχρι τον τραγικό θάνατό της πρώτης σε τροχαίο ατύχημα, δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως αναφορά στην Φρανσουάζ Ντορλεάκ, την αδικοχαμένη αδερφή της Ντενέβ, η οποία ξεκίνησε μια πολλά υποσχόμενη καριέρα ταυτόχρονα με την αδερφή της μέχρι να βρει σε ηλικία 26 χρονών το ίδιο τραγικό τέλος.
Αλλά ίσως είναι κι αυτό μια ακόμη ερμηνεία σε ένα έργο ανοιχτό και γεμάτο από διανοητικές προκλήσεις και απολαυστικές κινηματογραφικές αναφορές (από τον κότσο της Κιμ Νόβακ στον «Δεσμώτη του Ιλίγγου» του Αλφρεντ Χίτσκοκ μέχρι την απαξιωτική γκριμάτσα της Φαμπιέν/Ντενέβ στο άκουσμα του ονόματος της Μπριζίτ Μπαρντό), το οποίο αγκαλιάζει και ταυτόχρονα ξεπερνά τα στερεότυπα μιας γαλλικής δραμεντί χαρακτήρων, διαποτίζεται από το ζεν και την σοφία της ιαπωνικής παράδοσης και καταλήγει σε κάτι απτό, αλλά και φευγαλέο μαζί. Οπως η Αλήθεια.