Ποτέ το food porn δεν ήταν τόσο φιλοσοφικό, όσο στο «Στη Φωτιά» του Τραν Αν Χουνγκ.
Η Εζενί, η μαγείρισσα, μαζί με τη βοηθό της, τη Βιολέτ, διανύουν τον λαχανόκηπο μαζεύοντας προϊόντα, ρίζες, σαλάτες, μυριστικά. Με τα καλάθια τους μπαίνουν στη φωτεινή κουζίνα με την τεράστια πυροστιά και τον μαντεμένιο φούρνο. Εκεί περιμένει ο Ντοντέν Μπουφάν, με την ποδιά του. Για μισή ώρα κινηματογραφικού χρόνου, οι τρεις τους ξεδιπλώνουν μια μαγική χορογραφία: με χάρη, πειθαρχία, ρυθμό, απόλυτο συντονισμό. Οι κατσαρόλες, τα τηγάνια, τα ταψάκια, τα σουρωτήρια, οι κουτάλες και οι μπαλτάδες πηγαινοέρχονται. Λένε μόνο τα απαραίτητα. Τα κρέατα και τα πουλερικά στοιβάζονται στις χύτρες μαζί με τα λαχανικά για να βγάλουν τα ωραιότερα κονσομέ. Η κρέμα γάλακτος πέφτει με το εγγενές βάρος της, το βούτυρο μοιράζεται απλόχερα. Οι ορτολάνοι περιχύνονται με καυτό λαρδί, η φραγκόκοτα γεμίζει με λεπτές φέτες τρούφας κάτω από το δέρμα της, οι καραβίδες περιχύνονται με λεμόνι, το αλάτι είναι χοντρό και το πιπέρο μυρωδάτο. Κι αν βάλεις στοίχημα ότι η σκηνή κυλά με μουσική, θα το χάσεις: τόσο ζωντανοί είναι οι ήχοι από τα τηγάνια που τσιτσιρίζουν, τους ζωμούς που βράζουν, τα πουλιά που κελαηδούν, τα φύλλα που θροΐζουν.
Σ' αυτή την Εδέμ της Μπελ Επόκ ζει ο γαιοκτήμονας, γκουρμέ Ντοντέν Μπουφάν, σαν άλλος Σαβαρέν, σαν άλλος Εσκοφιέ. Για είκοσι χρόνια εκείνος κι η Εζενί στήνουν καθημερινά τη χορογραφία τους στην κουζίνα, μ' ένα μικρό κύκλο από μπουρζουά με ίδιο ενδιαφέρον για τη γαστρονομία να δοκιμάζουν τα πιάτα μια του ενός και μια του άλλου. Τώρα, στο «φθινόπωρο της ζωής τους», μιας ζωής με πίστη στην εποχικότητα έτσι κι αλλιώς, ο Ντοντέν ζητά από την Εζενί να παντρευτούν. Εκείνη δέχεται, αλλά θέλει πάντα να είναι η (ταλαντούχα) μαγείρισσά του. Ποτέ η (υποτελής) γυναίκα του.
Με μια κλασική φιλμογραφία που ξεκινά από το «Αρωμα της Πράσινης Παπάγιας» και το «Cyclo» και φτάνει ως το «Νορβηγικό Δάσος» και την «Αιωνιότητα», ο Τραν Αν Χουνγκ, μετανάστης από το Βιετνάμ στη Γαλλία ήδη στην εφηβεία του, απολύτως Γάλλος δηλαδή, βασίζεται σ' ένα μυθιστόρημα του 1924, το La Vie et la passion de Dodin-Bouffant gourmet, του Ελβετού Μαρσέλ Ρουφ, για να μιλήσει με απίστευτη αγάπη για τα πιο απλά, τα πιο ουσιαστικά της ζωής. Και, ναι, σπάνια έχει δει κανείς στην οθόνη μαγειρική τόσο λιγουρευτή, οργασμική συχνά, κινηματογραφημένη με τρόπο που να μεταφέρει στον θεατή ακόμα και τις αισθήσεις της όσφρησης και της γεύσης, πέρα από τις ηδονικές εικόνες της οθόνης. Αλλά η ταινία δεν είναι μόνο αυτό.
Είναι, από τη μια, ένας φόρος τιμής του Τραν Αν Χουνγκ στη γαλλική κουζίνα ως μορφή τέχνης, ως ουσιώδη τρόπο ζωής, ως απόδειξη συμπόρευσης του ανθρώπου με τα φυτά και τα ζώα και τα πουλιά και τον τεράστιο σεβασμό, δέος σχεδόν, στην αλυσίδα της φύσης (έστω, με γενναιόδωρες προσθήκες λιπαρών!). Από την άλλη, είναι μια ταινία για τη συντροφικότητα, μια ερωτική ιστορία διαφορετική και συγκινητικά διακριτική. Ο Ντοντέν μαγειρεύει για την Εζενί, ως μέγιστη απόδειξη της φροντίδας και της αγάπης του. Της ετοιμάζει αχλάδια ποσέ, χαϊδεύει τ' αχλάδια με τη γυαλιστερή, καμπυλωτή όψη. Το βράδυ, στο κρεβάτι της, η Εζενί τον περιμένει ξαπλωμένη στο πλάι, με το κεφάλι, την πλάτη και τους γυαλιστερούς γλουτούς της να αναπαριστούν αυτή τη θεία λιχουδιά.
Ο Ντοντέν κι οι φίλοι του είναι, σίγουρα, εκπρόσωποι μιας άρχουσας τάξης που έχει την πολυτέλεια ν' ασχολείται μόνο με το τι θα μαγειρέψει, πώς θα το φάει, τι υλικά θα συλλέξει και ποιο κρασί ταιριάζει μ' αυτά. Κάπως έτσι, όμως, γεννήθηκε η επιστήμη/τέχνη της μαγειρικής στη Γαλλία. Από την άλλη πλευρά, η Εζενί είναι μια γυναίκα που, σ' εκείνη την αυτονόητα πατριαρχική, ταξική εποχή, διεκδικεί την αυτονομία της, πετυχαίνει την αναγνώρισή της και τη χειραφέτησή της έμπρακτα κι αυτονόητα. Μαζί (η τόσο ζεστή, τόσο κομψή κι εκφραστική Ζιλιέτ Μπινός κι ο τόσο γήινος Μπενουά Μαζιμέλ με τη φλόγα στο βλέμμα), είναι ένα έμβλημα συντροφικότητας, συνενοχής, μοιράσματος. Δυο άνθρωποι με ακόρεστη όρεξη για ζωή. Σε μια ιστορία που, απρόσμενα, πληθωρικά, με μια αίσθηση ευδαιμονίας και αθωότητας, θυμίζει ένα ανυπέρβλητο αξίωμα, ότι η μεγαλύτερη αξία στη ζωή είναι, τελικά, η απόλαυση.