Σύνθημα;
«Oi ασαφείς ιδέες πρέπει να αντιμετωπίζονται με καθαρές εικόνες».
Γραμμένο στον τοίχο ενός διαμερίσματος (location για σχεδόν ολόκληρο το φιλμ «δωματίου») το σύνθημα αυτό είναι τόσο βαθιά εντυπωμένο στο θυμικό της «Κινέζας» που είσαι σίγουρος ότι το έχεις δει τυπωμένο σε μπλούζες, τρικάκια, merchandise για το Μάη του ’68, σε οτιδήποτε είναι για τον καθένα η επανάσταση - διαχρονικά, εφήμερα, σαρκαστικά ή μη.
Στην ταινία που σηματοδοτεί το οριστικό πέρασμα του Ζαν-Λικ Γκοντάρ στην «μαοϊκή» και λιγότερο εύληπτη αλλά απείρως πιο πολιτική κινηματογραφικά περίοδο του, τα συνθήματα έχουν κεντρικό πρωταγωνιστικό ρόλο περισσότερο και από την ομάδα των πέντε νεαρών φοιτητών που - σε ελεύθερη έμπνευση από τους «Δαιμονισμένους» του Φιόντορ Ντοστογέφσκι - προσπαθούν να στηρίξουν τις ιδεολογικές τους συγκρούσεις πάνω σε ένα κοινωνικό στερέωμα που καταρρέει μπροστά στην αυγή ενός νέου, απρόβλεπτου, συναρπαστικού, τρομακτικού, νέου κόσμου. Μόνη λύση μοιάζει η τρομοκρατία, το κάψιμο του Λούβρου, μια μετωπική «πολιτιστική» - και μπρεχτική - επίθεση στα σύμβολα του παρελθόντος.
Σύνοψη;
Παρίσι 1967. Πέντε νέοι Μαοϊκοί, μεταξύ των οποίων η φοιτήτρια Φιλοσοφίας Βερονίκ και ο ηθοποιός Γκιγιόμ ριζοσπαστικοποιούνται σύμφωνα με τις επιταγές του Μάο. Πιστοί στο πνεύμα της κινέζικης «πολιτιστικής επανάστασης» απορρίπτουν το κομμουνιστικό κόμμα, την αστική ιδεολογία, την αστική κουλτούρα, την αστική τέχνη. Οι νεαροί εξεγερμένοι αφού μελετούν διεξοδικά το «μικρό κόκκινο βιβλίο» του Μάο, αποφασίζουν πως πρέπει να χρησιμοποιήσουν την τρομοκρατία για να φέρουν την κοινωνική αλλαγή αφού, όπως έλεγε και ο Κινέζος ηγέτης, «η επανάσταση δεν είναι πρόσκληση σε δείπνο».
Εκτός «δαιμονισμένος» ο ίδιος ο Γκοντάρ φτιάχνει μέσα από την «Κινέζα» το δικό του μανιφέστο. Ζητά ακύρωση κάθε σύμβασης, θάνατο σε κάθε σκουριασμένο μυαλό, διαρκή ανάλυση ιδεών/ιδεολογιών/ιδεοληψιών μέχρι αυτές να γίνουν πραγματικά κοινωνικοπολιτικά αιτήματα ή και τελικά τίποτα το σημαντικό, φτιάχνοντας μάλλον κάτι που βλέπεται περισσότερο εγκυκλοπαιδικά αλλά με την ορμή ενός σινεμά που - τουλάχιστον για λίγο ή για τη στιγμή που φτιάχτηκε - κάποιοι πίστεψαν ότι μπορεί να άλλαζε και τον κόσμο.
Ο ίδιος θα κατηγοριοποιούσε (άδικα) την «Κινέζα», όπως και το «Week-End», αλλά και το «Sympathy for the Devil» στην δική του εποχή της μπουρζουαζίας πριν παραδοθεί οριστικά στην... πολιτική. Και τα τρία όμως φιλμ παραμένουν εμβληματικές κινηματογραφικές στιγμές του Μάη του ’68, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό σήμερα ή και τότε. Κυρίως γιατί φέρουν κάτι από μια αντεστραμμένη τεκμηρίωση που ειδικά στην «Κινέζα» συναντά την αποθέωση και τη σάτιρα του ίδιου ακριβώς πράγματος: της έντονης πολιτικοποίησης που γίνεται τελικά (κενός) αυτοσκοπός για να οδηγήσει στην επανάσταση για την επανάσταση και όχι σε αυτήν που μπορεί να ανατρέψει το κατεστημένο.
Αποστολή;
Περισσότερο ταινία για ένα σύνθημα, παρά ταινία-σύνθημα, η «Κινέζα» είναι ταυτόχρονα γοητευτική και αφόρητη, ανιαρή και τρομερά ερεθιστική, παλιομοδίτικη και νεανική, εσωστρεφής και ελεύθερη, μια πράξη σινεμά που όσο κι αν προσπαθεί να εκμαιεύσει μοντερνισμό από το μίξερ του docufiction ή του διαρκούς αυτο-αναφορικού δεκάδων επιδράσεων ή το διαρκές σπάσιμο του τέταρτου τοίχου (άντε και από τη διαρκή γοητεία της Αν Βιαζέμσκι και του Ζαν-Πιερ Λεό), θα μπορούσε να το πετύχει και μόνο με την εμμονή της να κοιτάζει τον κόσμο ως μια διαρκή διαλεκτική ανάμεσα στις ιδέες και τις εικόνες. (Δεν υπάρχει σκηνή, δευτερόλεπτο σκηνής που να μην περιλαμβάνει λέξεις: που λέγονται, που γράφονται, που ακούγονται, που απαγγέλλονται...).
Οι θαυμαστές της «Κινέζας» είναι πολλοί. Οι περισσότεροι όμως - ας το παραδεχτούν - δεν αντέχουν να την ξαναδούν μετά την επιθετική της εξόρμηση ως τελικά ένα σχέδιο ταινίας, μια αυτοσχεδιαστική τρέλα, ένα bits and pieces μιας διάθεσης μανιφέστου εν τη γενέσει, με σπασμένους κινηματογραφικούς κώδικες και άναρχο (ηχητικό πρωτίστως) μοντάζ. Αλλοι πάλι μπορεί να μείνουν και άφωνοι από το δέος με το οποίο ο Γκοντάρ κοιτάζει ξανά και ξανά και ξανά μια νεολαία που μόλις κατέβαινε στα πεζοδρόμια για να κηρύξει την ανάγκη της αλλαγής, ακυρώνοντας την ίδια της την πολιτική θέση και άποψη με θάρρος που αποκτά μόνο όποιος βγαίνει λαβωμένος από την χαμένη ελπίδα της ολικής επαναφοράς.
Ανάμεσα σε λέξεις, βλέμματα, συζητήσεις που θα μπορούσαν να διαρκούν ακόμη αέναα μέσα στο χρόνο και μια ποπ αισθητική βαμμένη στο κόκκινο του αίματος, της επίθεσης και της Κίνας, να μια ταινία που αφορά την εποχή της περισσότερο από το να χαρακτηριστεί ξεπερασμένη. Ισως σημαντική πιο πολύ ως δοκίμιο - κινηματογραφικό, κοινωνικό, προσωπικό, παρά ως φιλμική διακήρυξη για το τέλος των ασαφών ιδεών και την αρχή των καθαρών εικόνων.