Νίκαια, 1976. Ο γάμος της Ανιές Λε Ρου διαλύεται και έτσι φεύγει από την Αφρική για να επιστρέψει στη νότια Γαλλία και να μείνει με τη μητέρα της, Ρενέ, ιδιοκτήτρια του καζίνου Palais de la Mediteranee στη Νίκαια. Εκεί, η Ανιές ερωτεύεται τον δέκα χρόνια μεγαλύτερο της Μορίς Ανιελέ, δικηγόρο και σύμβουλο επιχειρήσεων της μητέρας της, ο οποίος συνεχίζει να συνάπτει σχέσεις με άλλες γυναίκες. Η Ανιές αποφασίζει να πουλήσει τις μετοχές της στο καζίνο σε βάρος της μητέρας της που χάνει τον έλεγχο της οικογενειακής επιχείρησης. Το 1977, μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, η Ανιές εξαφανίζεται χωρίς κανένα ίχνος. 30 χρόνια μετά, ο Μορίς Ανιελέ θεωρείται ο κύριος ύποπτος για τη δολοφονία της, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο σε βάρος του. Η Ρενέ είναι βέβαιη για την ενοχή του και θα κάνει τα πάντα για να τον δει πίσω από τα κάγκελα της φυλακής.

Ο τίτλος όσο και σύνοψη του «Ο Ανδρας που Αγαπήθηκε Πολύ» μοιάζουν παραπλανητικά, αφού στην 21η ταινία της φιλμογραφίας του Αντρέ Τεσινέ τίποτα δεν δείχνει όπως ακριβώς είναι.

Μπορεί η ιστορία της ταινίας να είναι εμπνευσμένη από μια από τις πιο πολύκροτες ιστορίες εξαφάνισης στα αστυνομικά χρονικά της Γαλλίας, αλλά ο Τεσινέ δεν κάνει μια αστυνομική ταινία. Μπορεί στο κέντρο της να βρίσκεται ο άγνωστος κόσμος της μαφίας των καζίνο της Κυανής Ακτής, αλλά ο Τεσινέ δεν κάνει μια γκαγκστερική ταινία. Και μπορεί ο homme fatal του τίτλου να είναι αυτός που θα θέσει σε τροχιά τα σκοτεινά γεγονότα που θα ορίσουν τις τύχες των ηρώων της, αλλά ο Τεσινέ δεν κάνει ένα νουάρ.

Το «Ο Ανδρας που Αγαπήθηκε Πολύ» είναι περισσότερο μια ταινία πάνω στον έρωτα και την εξουσία, στη λογική μιας σαιξπηρικής τραγωδίας που διαδραματίζεται με φόντο τη ζωή μέσα και έξω από τις επαύλεις και τα καζίνο της Κυανής Ακτής της δεκαετίας του ’70, εκεί όπου ο Τεσινέ μένει στο περισσότερο μέρος του φιλμ θέλοντας λες να διερευνήσει κάθε μικρή και μεγάλη πράξη που θα οδηγήσει στην εξαφάνιση στην Ανιές και αφού πρώτα θα έχει καταγράψει τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στο πρωταγωνιστικό του τρίο.

Αποδραματοποιώντας τόσο τα σκοτεινά και διάσημα στη Γαλλία στις δεκαετίες του ’70 και του ’80 παιχνίδια γύρω από τη μαφία των καζίνο (άλλωστε η ταινία βασίζεται ελεύθερα πάνω στα απομνημονεύματα της Ρενέ Λε Ρου με τίτλο «Μια Γυναίκα Ενάντια στη Μαφία»), όσο και την αστυνομική ίντριγκα γύρω από την εξαφάνιση της Ανιές, ο Τεσινέ, όπως άλλωστε δήλωσε και ο ίδιος όταν ανέλαβε να σκηνοθετήσει την ταινία, ενδιαφέρεται περισσότερο για τα γεγονότα μέσα από το βλέμμα της νεαρής κληρονόμου, τον τρόπο με τον οποίο αποδοκιμάζει τον τρόπο ζωής της μητέρας της, το μηδαμινό της ενδιαφέρον για την κληρονομιά της και κυρίως τον μεγάλο, παθιασμένο και ακραίο ερωτά της για τον νεαρό δικηγόρο που θα σταθεί μοιραίος για την εξαφάνισή της το 1977.

Κάπως έτσι, το φιλμ που σηματοδοτεί την έβδομη συνεργασία του Αντρέ Τεσινέ με την Κατρίν Ντενέβ είναι τελικά περισσότερο ένα πορτρέτο μιας τάξης και μιας εποχής καθώς αυτή τελειώνει όταν αναλαμβάνει δράση η νεότερη γενιά με τα διαφορετικά ιδανικά και την ορμή του αυθορμητισμού και της καρδιάς, για να καταλήξει ως το αθώο θύμα των απάνθρωπων κανόνων της διαφθοράς και της εξουσίας.

Ο ερωτας της Ανιές για τον Μορίς θα είναι καθοριστικός, ώστε ο Τεσινέ να σκηνοθετήσει για ακόμη μια φορά ένα ακραίο πάθος με την κομψότητα και την ειλικρίνεια που συνήθιζει πάντοτε, φέρνοντας απέναντι στην αθωότητα της Ανιές τη σκληρότητα μιας μητέρας που έχει μάθει να επιβιώνει σε ένα κόσμο ανδρών και τον κυνισμό ενός άντρα που έχει μάθει να υπακούει μόνο όσο αυτό μπορεί να εξυπηρετήσει την ανελιξή του σε μια κοινωνία στην οποία δεν ανήκει.

Ισως γι’ αυτό και η νεαρή Αντέλ Ενέλ, από τα πλέον ανερχόμενα ταλέντα του γαλλικού σινεμά (θυμηθείτε την στο «Ερωτας με την Πρώτη Μπουνιά» και το «Suzanne») είναι και ο μόνος χαρακτήρας που κάνει μια διαδρομή μέσα στα 116 λεπτά μιας ταινίας που μοιάζει να πληγώνεται ανεπανόρθωτα όχι από την απουσία της στο δεύτερο μέρος, αλλά από την γενικότερη απουσία μια συγκεκριμένης ευθείας που θα μπορούσε να διατρέξει – έστω και ως αφορμή - το αστυνομικό μυστήριο προκειμένου να καταλήξει σε ένα σαγηνευτικό ψυχολογικό και κοινωνικό παιχνίδι ανάμεσα στα φαινόμενα και την πραγματικότητα, την αθωότητα και τη διαφθορά, την επιφάνεια και όσα κρύβονται επιμελώς από κάτω της.

Παρά τις προθέσεις και την εμπειρία του Τεσινέ, ο «Ανδρας που Αγαπήθηκε Πολύ» μοιάζει για το μεγαλύτερο μέρος του άνευρος, ακόμη και όταν η Κατρίν Ντενέβ κάνει τα πάντα για να προσδώσει ένταση σε μια απαιτητική αλλά ταυτόχρονα και μονοδιάστατη ερμηνεία – αντίβαρο απέναντι στον λειτουργικό Γκιγιόμ Κανέ, εδώ σε έναν από τους πιο δύσκολους ρόλους που ανέλαβε ποτέ να φέρει εις πέρας στην καριέρα του ως ηθοποιός.

Ξεφεύγοντας συνεχώς από την πραγματική ουσία των γεγονότων, αλλά και χωρίς να μπορεί να εμβαθύνει στα κίνητρα και τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων του, ο Τεσινέ δεν παραδίδει ποτέ ούτε το μυστήριο που υπόσχεται το φιλμ στο πρώτο του μέρος, ούτε το δικαστικό δράμα στην τελική πράξη, παραμένοντας για την περισσότερη ώρα μια νωχελική (και με την καλή και με την κακή έννοια) βόλτα στη Γαλλική Ριβιέρα (όπως είναι και ο δεύτερος τίτλος της ταινίας) με ελάχιστες εκπλήξεις στη διαδρομή και ακόμη λιγότερες αιτίες για να μπορεί να μείνει στη μνήμη ως κάτι περισσότερο από αυτό.