Ο Ραφαέλ επιστρέφει στο σπίτι του στην επαρχιακή Γαλλία, κουτσαίνοντας. Κουτσουρεμένος, σωματικά και ψυχικά, από το μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Η φάρμα που έμενε και δούλευε η γυναίκα του έχει ερημώσει. Η γυναίκα του είναι νεκρή. Πέθανε από τις κακουχίες, αλλά πρόλαβε να γεννήσει την κορούλα τους τη Ζουλιέτ, την οποία μεγαλώνει με στοργή η χήρα, ιδιοκτήτρια της φάρμας, Μαντλέν. Ο Ραφαέλ έχει όψη παραμορφωμένου γίγαντα - ψηλός, ογκώδης, με τα κόκκαλα του προσώπου του σπασμένα, τα χέρια του τεράστια και άγρια. Ο ίδιος όμως είναι καλλιτέχνης - η ψυχή του είναι γεμάτη τρυφερότητα κι αυτά τα χέρια μπορούν να φιλοτεχνήσουν αριστουργήματα στο ξύλο και να παίξουν μουσική. Αυτά τα χέρια θα αρνηθούν ακόμα και να πνίξουν (ενώ έχουν την ευκαιρία) τον ταβερνιάρη του χωριού, όταν ο Ραφαέλ μαθαίνει την αλήθεια για τα «στραβοκοιτάγματα» των αντρών όταν μπαίνει στο καπηλειό: η γυναίκα του δεν πέθανε, έτσι απλά. Τη βίασε το ταβερνιάρης και εκείνη από την ντροπή της έμεινε στη βροχή και στο κρύο, άρπαξε πνευμονία και πέθανε.
Η Ζουλιέτ μεγαλώνει με την εναλλακτική της οικογένεια στη φάρμα, μακριά από την τοξικότητα του χωριού. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζει την ίδια βία: ο γιος του ταβερνιάρη την κυνηγά και την πιέζει. Η άρνησή της να υποκύψει στα προξενιά της έχουν βγάλει τη φήμη της τρελής. Αν δεν είχε τον πατέρα της προστάτη, θα είχε καταλήξει σαν την τρελή του χωριού: μία γυναίκα που μένει στο ποτάμι, μία «μάγισσα», που δείχνει τον ουρανό στην Ζουλιέτ και της λέει ότι η τύχη της θα έρθει ουρανοκατέβατη. Με κόκκινα (scarlet) πανιά.
Ο Ιταλός σκηνοθέτης Πιέτρο Μαρτσέλο («Μάρτιν Ιντεν») αυτή τη φορά γυρίζει μία γαλλόφωνη ταινία, αρκετά μακριά από το ντοκιμαντερίστικο ύφος των καταβολών του. Με την ίδια επιμονή στην παρατήρηση, στην ατμόσφαιρα του κόσμου που κατασκευάζει (η επιβίωση στην επαρχία μετά τον πόλεμο), αλλά και αρκετές επιρροές από τον μαγικό ρεαλισμό κι ένα λυρικό σινεμά αλληγορίας και παραμυθιού.
Πρώτη του ύλη το βιβλίο «Scarlet Sails» που έγραψε ο Αλεξάντερ Γκριν το 1923. Πίσω και πέρα όμως από την αλληγορία της «μαγείας», είναι ολοφάνερη η προσπάθειά του να απεικονίσει τη σκληρότητα και το αδιέξοδο με το οποίο μεγάλωναν οι γυναίκες στις αρχές του αιώνα: ή τις έδιναν σε έναν άντρα για να τις εξασφαλίσουν, ή ο άντρας της έπαιρνε με τη βία, ή έμεναν χήρες νέες και πάλευαν με το οικονομικό αδιέξοδο. Οσες επέλεγαν να μείνουν μόνες ήταν τρελές ή μάγισσες.
Ο Μαρτσέλο είναι πολύ καλύτερος όταν δείχνει την καθημερινότητα και πλησιάζει την τραχιά όψη των ανθρώπων. Οι σεκάνς μαγείας και λυρισμού (η Ζουλιέτ να πλένεται στο ποτάμι και να αποπλανεί σαν σειρήνα τον νεαρό πιλότο με το τραγούδι της) έρχονται σε σύγκρουση με το ύφος της ταινίας. Επίτηδες, αυτό είναι σίγουρο, αλλά όχι επιτυχημένα. Ο μαγικός ρεαλισμός, ο λυρισμός, η μουσικότητα (αλά Ζακ Ντεμί) δεν μοντάρονται οργανικά, υγρά - παραμένουν σαν ξένα στοιχεία.
Ακόμα όμως κι αν ακολουθήσεις την επιλογή του καρτερικά, ώστε να δεις την κατάληξη της αλληγορίας του, απογοητεύεσαι. Που είναι το γυναικείο σχόλιο που θέλει να κάνει στο τότε; Οταν πράγματι ο Λουί Γκαρέλ πέφτει από τον ουρανό με τα κόκκινα πανιά του αεροπλάνου του να ανεμίζουν;
Η μόνη σωτηρία των κοριτσιών είναι ένας άντρας στο διάβα τους;