Πιο γνωστός ως συγγραφέας ιστορικών μυθιστορηματων, δύο εκ των οποίων έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν και στη χώρα μας («Μια Συνηθισμένη Εκτέλεση» και «Η Κατάρα του Εντγκαρ»), ο Γάλλος Μαρκ Ντουγκέν έχει αποπειραθεί ήδη μία φορά στο παρελθόν να μεταφέρει στο χώρο του κινηματογράφου το ενδιαφέρον του για την Ιστορία και για τον τρόπο με τον οποίo αυτή διαμορφώνεται μέσα από φαινομενικά ήσσονος σημασίας και ξεχασμένα γεγονότα, τα οποία υφαίνουν, ωστόσο, τον αφηγηματικό ιστό της και αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές της. Το «Βασιλικοί Γάμοι» σηματοδοτεί την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του και σε αντίθεση με το «Μια Συνηθισμένη Εκτέλεση», το σκηνοθετικό του ντεμπούτο, δεν αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά δικού του βιβλίου, αλλά του ομότιτλου μυθιστορήματος της Σαντάλ Τομά, η οποία έγραψε και το σενάριο μαζί με τον σκηνοθέτη.
To 1721, o Φίλιππος της Ορλεάνης, Αντιβασιλέας της Γαλλίας, έχει μια τολμηρή ιδέα, προκειμένου να παύσουν οι πολυετείς πόλεμοι μεταξύ της Γαλλίας και της Ισπανίας, που έχουν επιφέρει ανυπολόγιστη οικονομική και όχι μόνο καταστροφή σε αμφότερες τις πλευρές. Ο εντεκάχρονος Λουδοβίκος ΙΕ' πρόκειται να στεφθεί βασιλιάς, μετά τους θανάτους και τις αλλεπάλληλες μηχανορραφίες εναντίον όλων των προηγούμενών του διαδόχων στο θρόνο και μια «πριγκιπική ανταλλαγή» θα επέτρεπε στη χώρα όχι μόνο να διασφαλίσει την ειρήνη με την Ισπανία, αλλά και να επιφέρει την πολυπόθητη σταθερότητα. Ο Αντιβασιλέας θα προτείνει, λοιπόν, να παντρευτεί ο διάδοχος του Ισπανικού θρόνου την κόρη του, Δεσποινίδα του Μονπενσιέ, με αντάλλαγμα να παντρευτεί ο Λουδοβίκος ΙΕ' την τετράχρονη πριγκίπισσα της Ισπανίας. Τέσσερα παιδιά θα βρεθούν στο επίκεντρο ενός διπλωματικού κυκεώνα κι ο αγώνας για την εξουσία και την κυριαρχία στην ευρωπαϊκή πολιτική σκακιέρα θα γίνει ο βωμός στον οποίο θα θυσιαστούν η αθωότητα και τα συναισθήματά τους.
Ο Ντουγκέν είχε στα χέρια του ένα εν δυνάμει συναρπαστικό πρωτογενές υλικό: μια άγνωστη ιστορία από αυτές που βρίσκουν τη θέση τους στις υποσημειώσεις των επίσημων ιστορικών βιβλίων και γίνεται μόνο ακροθιγώς αναφορά σε αυτές γιατί στέφθηκαν με αποτυχία, δύο βασιλικές οικογένειες στην παρακμή τους και στον ατελείωτο αγώνα για κυριαρχία, ο διπλωματικός πυρετός για την ειρήνη και την αποκατάστασή της σε μια ρημαγμένη από πολέμους γηραιά ήπειρο και πάνω απ’ όλα τέσσερα μικρά παιδιά από 4 έως 15 ετών, τα οποία βρέθηκαν στην αρχή ακόμα της ζωής τους στο έλεος δυνάμεων ανώτερων από αυτά.
Το «Βασιλικοί Γάμοι», ωστόσο, ενώ είναι μια ιστορική ταινία που αναμφίβολα εντυπωσιάζει με την ποιότητα της παραγωγής της, αφήνει διαρκώς την αίσθηση ότι απαιτούσε έναν άλλο, πιο έμπειρο σκηνοθέτη για να αναδείξει τον προβληματισμό της και να ενορχηστρώσει σε ένα πιο αξιομνημόνευτο σύνολο τα επι μέρους πολύ δυνατά στοιχεία της. Η πολυπρόσωπη αφήγηση προσπαθεί να εστιάσει σε κάθε έναν από τους πρωταγωνιστές αυτού του συλλογικού δράματος, αλλά αντί για μια εμπεριστατωμένη τοιχογραφία της εποχής καταλήγει εν τέλει στον κατακερματισμό, με πολλές από τις επί μέρους πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές της να χάνονται στην πορεία, ενώ η εμμονή στις λεπτομέρειες του πρωτοκόλου και σε όλους τους γραμμένους ή άγραφους κανόνες και κώδικες συμπεριφοράς της εποχής δείχνει την ποιότητα και την ενδελέχεια της έρευνας που έχει πραγματοποιηθεί, δεν οδηγεί όμως απαραίτητα σε ένα συναρπαστικό σινεμά, καθώς ακολουθεί περισσότερο τη δομή ενός ιστορικού μυθιστορήματος παρά μίας ταινίας.
Με αδιαμφισβήτητο πρότυπο το αμίμητο και αξεπέραστο «Μπάρι Λίντον» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, το οποίο είχε θέσει προ πολλού τον αισθητικό και αφηγηματικό κανόνα για κάθε ταινία εποχής που θέλει να σέβεται τον εαυτό της, ο Ντουγκέν δίνει την ανάλογη και πρέπουσα βαρύτητα στα σκηνικά και τα κουστούμια ως τους σημειολογικούς κώδικες, οι οποίοι υπαγορεύουν τη συμπεριφορά των πρωταγωνιστών του κι η δουλειά που έχει γίνει σ’ αυτό τον τομέα είναι εξαιρετική. Εύφημος μνεία αξίζει επίσης στη φωτογραφία του Ζιλ Πορτ, ο οποίος κάνει θαύματα τόσο στους εξωτερικούς, όσο και στους εσωτερικούς χώρους, με πλάνα εικαστικής ομορφιάς που ενίοτε θυμίζουν tableaux vivants.
Οι έμπειροι Λαμπέρ Γουίλσον και Ολιβιέ Γκουρμέ στους ρόλους του βασιλιά της Ισπανίας Φιλίππου Ε’ και του Αντιβασιλέα της Ορλεάνης αντίστοιχα οδηγούν το υπόλοιπο καστ σε ερμηνείες αξιώσεων, κι αν ο πρώτος φλερτάρει ενίοτε με την υπερβολή, ο δεύτερος μεταφέρει αποτελεσματικά τη θητεία του στο σινεμά των αδερφών Νταρντέν σε μια ολότελα διαφορετική εποχή. Την παράσταση πάντως κλέβει η χαρισματική Ζιλιάν Λεπουρό στον απαιτητικό ρόλο της μικρής Ινφάντας της Ισπανίας και παρά την ηλικία της (ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας της) δίνει στο ρόλο μια αβίαστη κι ακαταμάχητη αμεσότητα.
Με επιμέρους συστατικά στοιχεία που ξεπερνούν κατά πολύ το τελικό σύνολο, το «Βασιλικοί Γάμοι» απαιτούσε ένα σκηνοθέτη με πιο συγκροτημένο και μεγαλόπνοο όραμα κι αν τελικά παραδίδεται στη λήθη, όπως η ιστορία που αφηγείται, αυτό δε σημαίνει ότι δεν προσφέρει στιγμές (αισθητικής κυρίως) απόλαυσης. Ελπίζουμε την επόμενη φορά που θα καταπιαστεί ο Μαρκ Ντουγκέν με τη σκηνοθεσία να αποκτήσει τη δική του, ξεχωριστή φωνή.