Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία για τον Ισραηλινό Μόσε Ρόζενταλ, με καριέρα σε διαφημιστικά και μικρού μήκους, εξελίσσεται άνισα αλλά σκορπίζει χαμόγελα με την έξυπνη ιδέα, τις χαρισματικές ερμηνείες, το κέφι της για ζωή.
Η Τόβα και ο Μέιρ είναι ένα μεσήλικο (και λίγο παραπάνω), μεσοαστικό ζευγάρι πολλών δεκαετιών. Είναι παντρεμένοι ακόμα κι αγαπιούνται... με τον τρόπο τους, παρότι οι δεκαετίες, η αποχώρηση των παιδιών από το σπίτι, η αλλαγή στο σώμα και στη διάθεση, έχουν φέρει στη σχέση τους μια σχετική βαρεμάρα. Η Τόβα, τέως καλλονή που φροντίζει να διατηρείται καλά, αναζητά τη διασκέδαση, την κοινωνικότητα, την ανεμελιά. Ο Μέιρ, λιγομίλητος και θαμπός, θάβει καλά-καλά τα όνειρά του, να ήταν performer, να είχε κοινό, να άρεσε. Κι οι δυο εκτονώνουν, μαζί, τις επιθυμίες τους, μόνο για λίγο κάθε καλοκαίρι, όταν πηγαίνουν διακοπές στη... Ρόδο, εκεί όπου έχουν μάθει και λίγο ζεϊμπέκικο!
Μέχρι τη στιγμή που στην πολυκατοικία τους θα μετακομίσει ένας γοητευτικός (με την έτσι κι αλλιώς ακαταμάχητη μορφή του Λιόρ Ασκενάζι) ώριμος μπον βιβέρ, ο ατζέντης μοντέλων Ιτζίκ, με μια Μαζεράτι στο υπόγειο γκαράζ, πανοραμική θέα στο ρετιρέ του και μια μεταδοτική διάθεση για γλέντι και χαρά - και αχαλίνωτα καραόκε πάρτι. Η Τόβα κι ο Μέιρ θ' αποζητήσουν την παρέα και την αποδοχή του Ιτζίκ κι αυτό θ' αποτελέσει μια ένεση ενέργειας στη σχέση τους, μόνο που η κτητικότητα, οι μικροζήλειες και ο ανταγωνισμός θ' αρχίσουν να μετρούν αντίστροφα προς την καταστροφή.
Τόσο η ταινία του Ρόζενταλ ξεκινά έξυπνα, με μια πρωτότυπη ματιά στα χαμένα όνειρα και την απογοήτευση του χρόνου που περνά, με διασκεδαστικό σενάριο και μπριόζες ερμηνείες από τους τρεις πρωταγωνιστές, που παρότι το δεύτερο μέρος και το φινάλε «υποκύπτουν» σε μια κωμωδία καταστάσεων τής σειράς, η ευθυμία και μια μικρή συγκίνηση παραμένουν και μετά το τέλος της, σαν ένα καραόκε λιγάκι παράφωνο, αλλά σίγουρα ανεβαστικό.