Η Ελα ερωτεύεται τον Αμπέλ: με πάθος, αδρεναλίνη κι έναν κρυφό μαζοχισμό. Εκείνη είναι μια λεπτεπίλεπτη αλλά δυναμική κοπέλα που κάνει βάρδιες στο εστιατόριο του πατέρα της. Εκείνος, ο νέος σερβιτόρος, έχει το διαβολεμένα σέξι χαμόγελό του, τα πυκνά μαλλιά του, το χάρισμα να πείθει ότι όλα είναι καλά. Αλλά δεν είναι.
Ο Αμπέλ είναι τζογαδόρος και στο σύμπαν αυτό θα μυήσει την Ελα: στις λέσχες του πυκνού καπνού και της ηλεκτρικής λάμπας, των πίσω εξόδων και των ύποπτων τύπων έτοιμων για όλα. Ο τζόγος είναι, για τους δυο, τους, ένα λούνα παρκ, μια συναρπαστική κούρσα, καλύτερη κι από σεξ, παρότι, όπως βλέπουμε, είναι κι αυτό πάρα πολύ καλό. Αλλά ό,τι ανεβαίνει κατεβαίνει - κι ενώ η Ελα βλέπει τον Αμπελ να παγιδεύεται στον εθισμό του μπροστά της, είναι ανίκανη να του αντισταθεί.
Με συμμετοχή στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών του Φεστιβάλ Καννών, η Μαρί Μονζ κάνει μια ταινία που φιλοδοξεί ν' αποτελέσει ένα (ακόμα) νέο «Μπόνι και Κλάιντ», αλλά ρίχνει την προσοχή της στη λάθος κατεύθυνση. Τα εξωτερικά νυχτερινά του Παρισιού, οι ζεστοί φωτισμοί στα εσωτερικά, τα slow motion, η απαραίτητη τζαζ, τα κοντινά στα αλλόκοτα πρόσωπα των «ανθρώπων της νύχτας», επιβάλλουν μια ατμόσφαιρα του γοητευτικού περιθωρίου.
Είναι, όμως, το σενάριό της τόσο απλοϊκό, τόσο προβλέψιμο (τόσο, επίσης, ακυρωτικό της γυναικείας χειραφέτησης, με μια ηρωίδα που ευχαρίστως υπομένει τον αγύρτη τον άτιμο τον μπερμπάντη με το καταλυτικό, αυτό, χαμόγελο), ένα άρλεκιν στη λάθος πλευρά του πεζοδρομίου, που ποτέ δεν μπορείς ν' αντιμετωπίσεις στα σοβαρά το δράμα του παραστρατημένου ζευγαριού. Ευτυχώς, η Στέισι Μάρτιν κι ο Ταχάρ Ραχίμ είναι τόσο ακαταμάχητοι οι ίδιοι, η μεταξύ τους χημεία τόσο ηλεκτρισμένη, που τα 100 λεπτά της ταινίας περνούν σαν (καυτό) νεράκι.