Ο Νεοζηλανδός Τζέιμς Νέιπιερ Ρόμπερτσον, διακεκριμένος φεστιβαλικά πριν μια δεκαετία για το «Dark Horse», επιλέγει ένα διαφορετικό είδος πρωταθλητισμού για να καταδείξει τον καταστροφικό για το πνεύμα ανταγωνισμό του, όμως μεγεθύνοντας τα κλισέ αντί να τα αποφεύγει.
Η Τεξανή Τζόι Γούμακ, υπαρκτό πρόσωπο, σήμερα στα 30 της, είναι μια από τις ελάχιστες Αμερικανίδες χορεύτριες του κλασικού μπαλέτου που έγινε δεκτή από τη Ρωσική Ακαδημία Χορού, φυτώριο για τα μπαλέτα Μπολσόι. Η Τζόι ταξίδεψε στη Μόσχα στα 15 της χρόνια, με όνειρο να γίνει πρίμα μπαλαρίνα των Μπολσόι κι είδε όχι μόνο τα όνειρά της, αλλά και το σώμα της, από το ιδρωμένο της κεφάλι ως τα κομματιασμένα και διαρκώς ματωμένα ακροδάκτυλα των ποδών της, να γίνονται θρύψαλα, σκόπιμα, ως μέθοδος διδασκαλίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο χορός σ' αυτό το επίπεδο (ή κάθε είδους πρωταθλητισμός) είναι απάνθρωπα απαιτητικός. Ομως η ταινία εστιάζει, εξ αρχής, με μια αίσθηση σχεδόν αυτοϊκανοποίησης, στην οδύνη, την τραυματισμένη σάρκα και τα βασανιστήρια της εκπαίδευσης, με όχημα δυο μαριονέτες χωρίς βαθύτερα χαρακτηριστικά: την αθώα, εύθραυστη αλλά πεισματική Τζόι(κα) και τη σαδιστικών προθέσεων δασκάλα της, Τατιάνα Βολκόβα.
Το σέτινγκ του μοσχοβίτικου μπαλέτου φυσικά προσφέρει μια διάσταση παραμυθιού, όμως σ' αυτό το (πραγματικό) παραμύθι η νεαρή χορεύτρια (όμορφη αλλά τόσο μονοδιάστατη η Τάλια Ράιντερ), δεν έχει παρά ελαφίσια μάτια που μεγεθύνονται ακόμα περισσότερο με ευρυγώνιους φακούς κι η σιτεμένη δασκάλα (η Νταϊάν Κρούγκερ που παραμένει Νταϊάν Κρούγκερ) μόνο μια άφατη σκληρότητα, ως τη σεναριακή ανατροπή, τόσο αναμενόμενη κι αυτή.