Αν έχεις δει έστω και μια ταινία του διδύμου των Μπενουά Ντελεπίν και Γκιστάβ Κερβέρν - στην Ελλάδα προβλήθηκε στις αίθουσες μόνο το «Μαμούθ» του 2010 με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ - γνωρίζεις ήδη πως βρίσκεσαι έξω από τα γνώριμα νερά του γαλλικού κινηματογράφου, όπως τουλάχιστον τον γνωρίζουμε.
Το σινεμά τους είναι πολύ γαλλικό, αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο από το πλήθος των ταινιών που γυρίζονται ετησίως στη Γαλλία, πιο κοντά σε μια αντίληψη αλά Ακι Καουρισμάκι με κάτι από την κινητικότητα του Ζακ Τατί, ένα είδος «σκανδιναβικής» σχεδόν δραμεντί που (τουλάχιστον) φιλοδοξεί να ισορροπεί συνεχώς ανάμεσα στο χιούμορ και τη συγκίνηση, με ήρωες τους μικρούς αφανείς «ήρωες» μιας καθημερινότητας που δεν θα πρωταγωνιστούσαν ποτέ σε μια λαμπερή κωμωδία έτοιμη για μαζική κατανάλωση.
Ετσι κι εδώ, στο «I Feel Good» (όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος του) που φυσικά ειρωνεύεται τις επονομαζόμενες feelgood ταινίες, θελοντας ωστόσο, με τον δικό του τρόπο, να αποτελέσει μια τέτοια, το σκηνικό είναι μια κοινότητα αστέγων που δουλεύουν σε ένα εργοστάσιο ανακύκλωσης προκειμένου να εξασφαλίζουν στέγη και φαγητό κάπου στα σύνορα Ισπανίας - Γαλλίας. Εκεί εργάζεται η συναισθηματικά εύθραυση Μονίκ η οποία θα δει τον εξαφανισμένο αδερφό της - εύθραυστο γενικά - να επιστρέφει μετά από τρία χρόνια απουσίας, αποφασισμένος να ζήσει το «αμερικανικό όνειρο».
Τεμπέλης και απατεωνίσκος από τη φύση του, αρνείται να εργαστεί στις δομές της φιλανθρωπικής κοινότητας μαζί με την αδερφή του και αντ’ αυτού, μετά από μια συνάντηση με έναν συμμαθητή του που έπιασε την καλή όταν άλλαξε μορφή με μια φτηνή πλαστική επέμβαση στη Βουλγαρία, αρχίζει να πείθει εργάτες, άντρες και γυναίκες, να του εμπιστευθούν λεφτά για τη μεταμόρφωση που θα τους αλλάξει τη ζωή.
Υπάρχει κάτι αξιολάτρευτο, κυρίως στον τρόπο με τον οποίο παίζουν στις μεταξύ τους σκηνές ο αεικίνητος Ζαν Ντιζαρντέν (σε μια από τις ομολογουμένως πιο σύνθετες ερμηνείες της καριέρας του) και η αφοπλιστική Γιολάντ Μορό (αγαπημένη του σκηνοθετικού διδύμου), αλλά και στον τρόπο με τον οποίο οι δύο σκηνοθέτες ρισκάρουν με τα όρια της πολιτικής ορθότητας, σίγουροι για τις καλές προθέσεις τους, αλλά και για την ανθρωπιστική ματιά τους που δεν ξεφεύγει ποτέ από το να κοιτά κατάματα τον άνθρωπο, ακόμη κι όταν μιλάμε για μια κωμωδία καταστάσεων.
Κωμωδία στο περίπου, αφού σε κάθε πόρο της ελλοχεύει μια διάχυτη μελαγχολία που άλλοτε ελευθερώνεται (στις καλύτερες στιγμές της) και άλλοτε πνίγεται μέσα στα διαρκή μικρά σκετς που δεν την αφήνουν να αναπνεύσει και να γιγαντωθεί σε μια παράδοξη δραμεντί για το όνειρο που όλοι δικαιούμαστε.
Μπορεί το σκηνικό είναι ατημέλητα στιλιζαρισμένο, κάθε σκηνή δουλεμένη ως ένα (πετυχημένο ή όχι) καλοκουρδισμένο αστείο, μπορεί το χαμόγελο να κολλάει διαρκώς στο πρόσωπό σου, αλλά είναι αλήθεια πως, μετά από λίγη ώρα, όλα μοιάζουν επαναλαμβανόμενα με το… αναπάντεχο ταξίδι στη Βουλγαρία να μοιάζει χοντροκομμένο (και ως προφανή αναφορά στον κομμουνισμό), τα κηρύγματα του Αββά Πιερ (προστάτη των αστέγων και των φτωχών) εύκολα και το μήνυμα περί της «ομορφιάς» που κρύβεται ακόμη και στα πιο αναπάντεχα μέρη δυσανάλογα αφελές για μια ταινία που προσπαθεί (περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται) να υπερβεί το μέσο όρο.