Σε μια κοινότητα τσιγγάνων, έξω από το Βελιγράδι, στην τότε Γιουγκοσλαβία, στη δεκαετία του '60, ο Μπόρα είναι ο ωραίος της περιοχής, έμπορος φτερών, με ελαφριά συνείδηση κι εξίσου ελαφρύ περπάτημα, με το λευκό του κοστούμι, το ανοιχτό πουκάμισο και την αρρενωπότητα να αντηχούν έναν Ρομά Ζαν-Πολ Μπελμοντό. Είναι παντρεμένος με μια μεγαλύτερή του γυναίκα που δεν θέλει («θα την ξεφορτωθώ την πατσαβούρα», λέει με ευκολία), έχει για ερωμένη μια πανέμορφη τραγουδίστρια (την όντως τραγουδίστρια κι όντως πανέμορφη Ολιβέρα Βούκο), αλλά θέλει να καπαρώσει την Τίσα, μια έφηβη ετοιμόνυμφη που ο πατέρας της θέλει να παντρέψει μ' ένα παιδί, ένα αγόρι που δεν ξέρει τι να κάνει μαζί της στο κρεβάτι, παρά να γελάει. Ο Μπόρα κι η Τίσα θα κλεφτούν, όμως η απόφασή τους αυτή θα τους οδηγήσει σ' ένα δυστυχισμένο μέλλον με, παρόλ' αυτά, ευτυχισμένους τσιγγάνους ολόγυρα.

Πριν το Μαύρο Κύμα του Γιουγκοσλαβικού κινηματογράφου, ο Αλεξάνταρ Πέτροβιτς, λίγα χρόνια μετά το αντιπολεμικό «Τρία» που τον έκανε γνωστό στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, υπογράφει τη γνωστότερη ταινία του, μεγάλη εισπρακτική επιτυχία στη Γιουγκοσλαβία, βραβευμένη στις Κάννες και υποψήφια για Ξενόγλωσσο Οσκαρ. Μια ταινία εξίσου συναρπαστική, όσο και απάνθρωπη.

Με παρελθόν στο ντοκιμαντέρ, ο Πέτροβιτς γεμίζει την ταινία του μ' ένα σύμπαν τσιγγάνων, ακολουθώντας πιστά με τη δυτικότροπη ματιά του τους Ρομά, όχι με πρόθεση εκμετάλλευσης, αλλά γιατί μέσα από τα μάτια του αυτό θεωρεί πως βλέπει. Μια κοινότητα εγκληματιών που, όμως, πανηγυρίζουν τη ζωή, όχι απλώς έξω από το σύστημα, αλλά κι εκμεταλλευτές του, ένας τόπος όπου τα άλογα είναι αγέρωχα κι όμορφα, το έδαφος μια συνεχόμενη λάσπη, το τσιγάρο στα χείλη όλων, ακόμα και των μωρών κι ένα θορυβώδες γλέντι για να σκεπάσει τη δυστυχία. Ο τίτλος του Πέτροβιτς δεν έχει ειρωνεία: το ταξιδιωτικό του, γιατί η ίδια η πλοκή τόσο λίγο τον ενδιαφέρει ώστε να παρεμβάλει στο μοντάζ του κι ασύνδετες σκηνές επειδή... θέλει να τις δείξει, αποτυπώνει πράγματι τη larger-than-life, happy-go-lucky κι άλλες τέτοιες αγγλικές υπερβατικές εκφράσεις, γιατί έτσι τον έχει διδάξει η παράδοση ότι ζει η κοινότητα των Ρομά.

Σ' έναν ιδεολογικό εξωραϊσμό όπου, όμως, οι συνθήκες διαβίωσης ξεπερνούν την αθλιότητα, τα προβλήματα λύνονται με το μαχαίρι, η βία ζει στα δάχτυλα του χεριού και οι γυναίκες (και τα κορίτσια) είναι είδη όχι μόνο αναλώσιμα, αλλά και εμπορεύσιμα, ο Πέτροβιτς καταθέτει ένα πράγματι συγκλονιστικό ντοκουμέντο, μια και ποτέ πριν η γενιά των τσιγγάνων δεν είχε γεμίσει την οθόνη του κινηματογράφου. Είναι, όμως, το ντοκουμέντο του και μια μαρτυρία έπαρσης, μια ασυνείδητη κινηματογραφική φωνή, έστω κι αν τα μάτια του θεατή δεν μπορούν να ξεκολλήσουν από τα πλάνα του.