H Παν Τζιλιάν ήταν και είναι μια μυθική και διαβόητη μορφή της κινεζικής κουλτούρας. Η ομορφιά, η απιστία και η παραδειγματική τιμωρία από τον αδερφό του δολοφονημένου από αυτή και τον εραστή της, συζύγου της έγιναν μέσω των αιώνων παροιμιώδεις στην αχανή χώρα και το όνομά της κατέληξε συνώνυμο της άσωτης κι ακόλαστης γυναίκας, μια μακρινή Ασιάτισσα «συγγενής» της Μαντάμ Μποβαρί, της ευρωπαϊκής αρχετυπικής άπιστης ηρωίδας του Γκιστάβ Φλομπέρ, το όνομα της οποίας αντικατέστησε αυτό της Παν Τζιλιάν στον τιτλο της νέας ταινίας του Ζιαογκάνγκ Φενγκ για τη διεθνή της κυκλοφορία.
Βασισμένο στο βιβλίο με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Δεν σκότωσα τον άντρα μου» του Ζενγιούν Λιου, ο οποίος έγραψε και το σενάριο της ταινίας, το «Δεν είμαι η Μαντάμ Μποβαρί», μετά την απαραίτητη εισαγωγή στο ποιόν της Παν Τζιλιάν, μας μεταφέρει στην Κίνα του σήμερα, όπου η Λι Ξουελιάν, μια φτωχή κι εξαπατημένη από το σύζυγό της γυναίκα, θα προσπαθήσει αρχικά να αποκτήσει ένα διαμέρισμα που παρέχει το κράτος στους νέους που παραμένουν ανύπαντροι, παίρνοντας ψεύτικο διαζύγιο. Μετά το διαζύγιο όμως, ο άντρας της μετακομίζει στο διαμέρισμα με μία άλλη γυναίκα, την οποία παντρεύεται. Εξαπατημένη και ντροπιασμένη, η Λι, θα προσπαθήσει να αποδείξει ότι δεν είναι η Παν Τζιλιάν, όπως την κατηγορεί ο πρωην σύζυγός της (και όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας), και θα ξεκινήσει έναν ατέλειωτο δικαστικό αγώνα, για να αποδείξει την δολοπλοκία του συζύγου της και να αποκαταστήσει την χαμένη της τιμή, από το μικρό χωριό που ζει μέχρι τα υψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια, στο Πεκίνο.
Παρά τον παραπλανητικό διεθνή της τίτλο, η ταινία του Φενγκ δεν είναι ένα αισθηματικό δράμα εποχής, με τραγικές ή έστω …φλομπερικές αναφορές και προεκτάσεις, αλλά μια καυστική σάτιρα του κινεζικού γραφειοκρατικού συστήματος, τερατώδους και χαοτικού, όσο η ίδια η χώρα φαντάζει στα μάτια του Δυτικού θεατή. Η Λι Ξουελιάν, μόνη εναντίον όλων, θα τα βάλει με ένα απρόσωπο και αμιγώς ανδροκρατούμενο σύστημα και θα επιδοθεί με δονκιχωτικό σχεδόν πείσμα και επιμονή σε έναν αγώνα καφκικών διαστάσεων, διεκδικώντας κατι που γι’ αυτήν είναι αυτονόητο, για όλους τους υπόλοιπους όμως είναι παράλογο κι εν τέλει επικίνδυνο για την τάξη και τους θεσμούς, καθώς αξιωματούχοι όλων των ειδών και διαβαθμίσεων θα προσπαθήσουν να την εμποδίσουν με σουρεαλιστικές τις περισσότερες φορές συνέπειες.
Πανέμορφη οπτικά και εικαστικά, η ταινία εντυπωσιάζει και ξενίζει ταυτόχρονα με την καλλιτεχνική της αρτιότητα και τη λυρική παρά το πεζό της θέμα φωτογραφία του Παν Λούο, ενώ αυτό που προκαλεί τη μεγαλύτερη έκπληξη είναι το πρωτότυπο κάδρο της, το οποίο στη μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας παραμένει κυκλικό, παραπέμποντας όχι μόνο στην παραδοσιακή κινεζική ζωγραφική, αλλά και στο περιορισμένης εμβέλειας και αποκλειστικής στόχευσης στον αγώνα της να βρει το δίκιο της, οπτικό πεδίο της κεντρικής ηρωίδας, το οποίο μετατρέπεται εμβόλιμα σε τετράγωνο, όταν η δράση μεταφέρεται από το χωριό της ηρωίδας στο Πεκίνο, υποδηλώνοντας κάθε φορά τη σκληρότητα και το ρεαλισμό της αντικειμενικής πραγματικότητας που δείχνει στην ιδεαλίστρια πρωταγωνίστρια τις αιχμές και την αυστηρότητα του πραγματικού κόσμου. Το πλάνο, ωστόσο, θα αναίξει και θα καταλάβει όλη την επιφάνεια της οθόνης στο τέλος, όταν η Λι Ξουελιάν θα αποκαλύψει τα κίνητρα για την απέλπιδα σταυροφορία της κι η ταινία θα λάβει κι αυτή με τη σειρά της τις δραματικές και συγκινητικές διαστάσεις που υποσχόταν ο τίτλος της.
Η διάρκεια των δύο ωρών και είκοσι λεπτών, ωστόσο, σε συνδυασμό με τη στατικότητα των κάδρων και την περιορισμένη οπτική του θεατή στα τεκταινόμενα λόγω της ρηξικέλευθης επιλογής του σκηνοθέτη υπονομεύουν το τελικό αποτέλεσμα, ενώ η σχεδόν ατελείωτη παρέλαση ονομάτων και αξιωμάτων καθιστούν τη θέαση της ταινίας σε σημεία κουραστική. Η Φαν Μπινγκμπινγκ, από την άλλη, δίνει μια ερμηνεία ζωής στον πρωταγωνιστικό ρόλο και κουβαλάει παρά τη μικρόσωμη φιγούρα της όλο το βάρος της ταινίας, αποδεικνύοντας ότι δεν είναι μόνο μια θεότητα του κόκκινου χαλιού στα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά την υφήλιο, αλλά μια ηθοποιός αξιώσεων που δε διστάζει να τσαλακώσει την εικόνα της.
Η Λι Ξουελιάν δεν είναι τελικά η Παν Τζιλιάν, ούτε καν η Μαντάμ Μποβαρί, αλλά μια μακρινή απόγονος των δύο αρχετυπικών αυτών ηρωίδων, μια γυναίκα που προσπαθεί να υψώσει τη φωνή της και να βρει τη θέση της σε έναν ανδροκρατούμενο κι εχθρικό κόσμο, σε μια από τις πιο γοητευτικές, πρωτότυπες κι αταξινόμητες ταινίες έχουν βγει τα τελευταία χρόνια από την ασιατική ήπειρο κι ένα αναμφίβολα ενδιαφέρον, εικαστικά και φορμαλιστικά, κινηματογραφικό αξιοπερίεργο, που αξίζει να βιωθεί σε μεγάλη οθόνη.