Στο Λος Άντζελες του 2028, οι αλλεπάλληλες ιδιωτικοποιήσεις δημοσίων αγαθών, με τελευταίο το νερό, έχουν οδηγήσει τον λαό σε βίαιες διαδηλώσεις και αιματηρές συμπλοκές με τις Αρχές. Με τους δρόμους απροσπέλαστους, δύο αδέλφια ληστών καταφέρνουν να φθάσουν, μετά από ένα ατυχές κόλπο που βρήκε τον έναν βαριά τραυματισμένο, στο Hotel Artemis: ένα παλιό ξενοδοχείο που λειτουργεί από 20ετίας ως hi tec νοσοκομείο αποκλειστικά για εγκληματίες.
Το διοικεί, με τη βοήθεια ενός σωματώδους μπράβου, η Νοσοκόμα, μια ικανότατη στην ιατρική περίθαλψη όσο και αγοραφοβική 50άρα. Οι κανόνες της είναι απαράβατοι, ακόμη και για τους απαιτητικότερους των πελατών/ασθενών της: όχι όπλα ή μπίζνες μέσα στις εγκαταστάσεις, ούτε επισκέψεις. Απαγορεύεται και η οποιαδήποτε επαφή τους μπάτσους.
Το ίδιο βράδυ, στο Artemis τσεκάρουν διαδοχικά ένας φίλαυτος έμπορος όπλων και μια εκτελεστής που ξεπαστρεύει «μόνο σημαντικά πρόσωπα». Εκεί κατευθύνεται επίσης, πληγωμένος από σφαίρα, ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και νονός της πόλης μαζί με τους μπράβους και τον ημίτρελο γιο του. Ακόμη, βοήθεια ζητά από το θυροτηλέφωνο μια τραυματισμένη στις συμπλοκές αστυνομικός, την οποία η Νοσοκόμα φαίνεται να γνωρίζει.
Εννοείται πως η κλιμακούμενη μάζωξη θα σταθεί καθοριστική για όλους τους ετερόκλιτους εμπλεκόμενους σε τούτη τη μελλοντολογική περιπέτεια κλειστού χώρου και χρόνου. Οι κανόνες θα καταστρατηγηθούν ο ένας μετά τον άλλον και θαμμένα μυστικά θα αποκαλυφθούν, μέχρι τα όπλα και το αίμα πάρουν τον τελευταίο λόγο.
Κρίμα που τα παραπάνω ακούγονται τελικά πολύ πιο ενδιαφέροντα απ’ ότι πραγματικά είναι η φιλόδοξη b movie του Ντρου Πιρς, έμπειρου σεναριογράφου («Iron Man 3», «Επικίνδυνη Αποστολή: Μυστικό Έθνος») και βιντεά που κάνει εδώ το ντεμπούτο του στη μεγάλου μήκους. Ο οποίος, αν και αποτελεσματικός στη χωροθεσία των προσώπων μέσα σε μια συγκεκριμένη χρονική αφηγηματική σύμβαση, δεκάρα δε μοιάζει να δίνει για τα ίδια τα πρόσωπα, τι τα χωρίζει και τι τα ενώνει, τι τα ταλαιπωρεί και τα κατατρύχει.
Οι καρικατούρες παρελαύνουν στους ρετρό διαδρόμους του ξενώνα του μέλλοντος, με τις πομπώδεις ατάκες τους να ορίζουν και την όποια υπόστασή τους. Από την πασαρέλα πάει να γλιτώσει η Νοσοκόμα, με το πικρό παρελθόν και τις τραυματικές μνήμες, αλλά φευ. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της Τζόντι Φόστερ, η ιστορία της (αλλά και οι όποιες συμβολικές αναγωγές του χαρακτήρα στην ομότιτλη θεά, την αυστηρή προστάτιδα των βρεφών) καταλήγει το ίδιο βεβιασμένη και ψεύτικη με τούτη την ολότελα «χάρτινη» φιλμοκατασκευή.