Τοποθετημένο στο 1892, το «Ταξιδεύοντας με τον Εχθρό μου» αφηγείται την ιστορία του θρυλικού λοχαγού Τζόζεφ Τζ. Μπλόκερ που, κόντρα στις σθεναρές αντιστάσεις του, συμφωνεί να συνοδεύσει το Κίτρινο Γεράκι – έναν ετοιμοθάνατο πολέμαρχο των Ινδιάνων Τσεγιέν – και την οικογένειά του πίσω στη γη τους. Κατά το εξαντλητικό και επικίνδυνο ταξίδι τους από το Οχυρό Μπέρινγκερ, ένα απομονωμένο στρατιωτικό φυλάκιο στο Νέο Μεξικό, προς τα βοσκοτόπια της Μοντάνα, οι μέχρι πρότινος εχθροί συναντούν μια νεαρή χήρα της οποίας η οικογένεια δολοφονήθηκε άγρια. Οι τρεις τους πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους για να καταφέρουν να ξεπεράσουν μια σειρά από κινδύνους: το δύσβατο και κακοτράχαλο τοπίο και τους εχθρούς που θα συναντήσουν στον δρόμο τους.
Ηδη από την πρώτη σκηνή της ταινίας, μια σχεδόν ολόκληρη οικογένεια ξεκληρίζεται από τους Ινδιάνους Κομάντσι σε μια απομονωμένη καλύβα στην Αμερικάνικη Δύση. Ενα μωρό πυροβολείται στην αγκαλιά της μητέρας του, καθώς ο άντρας και οι κόρες της δολοφονούνται μπροστά στα μάτια της με την ίδια να προσπαθεί να ξεφύγει από αυτή την φρικτή μοίρα. Κι έτσι, με αυτή την σκηνή, η οποία αντανακλά την φρίκη και τον τρόμο της Αγριας Δύσης με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ο σκηνοθέτης της «Ανίερης Συμμαχίας» και της «Σκουριασμένης Πόλης», Σκοτ Κούπερ, θέτει τον τόνο και τα θεμέλια της νέας του ταινίας.
Ο Κούπερ αντλεί τις αναφορές του από άλλα φιλμ του συγκεκριμένου είδους, δημιουργώντας έτσι μια αρκετά γνώριμη Αγρία Δύση γεμάτη βία, αίμα, ρατσισμό και «χαλασμένους» στην ψυχή ανθρώπους, οι οποίοι προσπαθούν να βρουν την συγχώρεση και να απαγκιστρωθούν από το παρελθόν τους που αρχίζει να τους συνθλίβει από μέσα προς τα έξω. Ομως, όλοι τους φαίνεται να έχουν κολλήσει σε ένα φαύλο κύκλο μεμψιμοιρίας και καταθλιπτικής κόπωσης, όπου τα πάντα δείχνουν περισσότερο σοβαρά από όσο θέλουν να είναι.
H ατμόσφαιρα αναβιώνει το αμερικάνικο παρελθόν, προσπαθώντας να το ενώσει με το σήμερα, δείχνοντας, απροκάλυπτα, πως ο ρατσισμός έχει βαθιά χωμένες τις ρίζες του σε αυτή την αιματοβαμμένη γη που ονομάζεται Αμερική, και δύσκολα φαίνεται να μπορεί κάποιος να τις κόψει. Αλλά με άκρως τεταμένη σοβαρότητα, και δραματικές εντάσεις, η ταινία του Κούπερ ακολουθεί μια επεισοδιακή αφήγηση, η οποία γρήγορα χάνει την βαρύτητά της, γίνεται ασταθής και μέχρι το τέλος καταρρέει σε ένα σωρό από πολιτικά μηνύματά, τα οποία δείχνουν τόσο προφανή από την πρώτη κιόλας στιγμή.
Ακολουθώντας αργόσυρτους ρυθμούς, ο Κούπερ γεμίζει την ταινία του με τόσους πολλούς δευτερεύοντες χαρακτήρες και ιστορίες, οι οποίοι ποτέ δεν αποκτούν σάρκα και οστά, και χωρίς να έχουν αφήσει το παραμικρό στίγμα σε όλη αυτή την «οδύσσεια», χάνονται μέσα στο στερεοτυπικό τους καβούκι. Στην καλύτερη περίπτωση μοιάζουν το λιγότερο χάρτινοι και μονοδιάστατοι, αλλά ακόμα χειρότερα, υπάρχουν και στιγμές που δείχνουν να είναι ένα μέρος του σκηνικού: σιωπηλοί παρατηρητές μιας προδιαγραμμένης μοίρας.
Μέσα σε όλα αυτά, για άλλη μια φορά η υπέροχη φωτογραφία του Μασανόμπου Τακαγιανάγκι («The Grey») είναι και το πιο δυνατό του χαρτί, μιας και καταφέρνει να απεικονίσει στην εντέλεια την μελαγχολία των ηρώων του, άλλοτε με ημιφωτισμένα από το λυκόφως πλάνα κι άλλοτε σκοτεινά και βροχερά, τα οποία αντανακλούνται πάνω στο τραχύ και σκληρό τοπίο, γεμάτο από βραχώδεις πλαγιές, λασπώδη πευκοδάση και ατέλειωτες πεδιάδες της Αμερικάνικης Δύσης.
Ο Κρίστιαν Μπέιλ και η Ρόζαμουντ Πάικ δίνουν ίσως τον καλύτερο τους εαυτό, με τον Μπέιλ να ξεχωρίζει με την βαθιά, στωική του, ερμηνεία. Ο χαρακτήρας του κουβαλάει τον δικό του σταυρό, και ο Κούπερ του δίνει όλο τον χρόνο που χρειάζεται για να συγκρουστεί με τα πιστεύω του και το σκοτεινό του παρελθόν. Μέσω αυτού του χαρακτήρα ο Κούπερ παίρνει την «πραγματική Αμερικάνικη ψυχή, την σκληρή, απομονωμένη και δολοφονική», σύμφωνα με το απόφθεγμα του Ντ. Χ. Λόρενς με το οποίο ξεκινά η ταινία, την αποδομεί και την αφήνει ηττημένη και ξεγυμνωμένη.
Αλλά ο καμβάς που έχει να γεμίσει ο Κούπερ εδώ είναι τεράστιος, με τον ίδιο να δυσκολεύεται αρκετά να το πετύχει. Θέλει να κάνει μια ταινία μεγαλειώδη, αλλά ταυτόχρονα χάνεται μέσα σε ένα θολό τοπίο βαριάς ατμόσφαιρας. Για κάποιον που ενδιαφέρεται τόσο για την συναισθηματική κατάσταση των χαρακτήρων του, ζωγραφίζει τις εικόνες του με δυνατές και έντονες πινελιές οι οποίες, στο τέλος, μοιάζουν τελείως αφελείς ή ανόητες και, δυστυχώς, μερικές φορές και τα δυο μαζί.