Μια υπέροχη, ευαίσθητη, βαθιά ρομαντική και αφοπλιστικά αληθινή ταινία. Απλά ακαταμάχητη όπως και οι εξαιρετικοί πρωταγωνιστές της.

Αναγνωρισμένος για τα έντονα πολιτικά κοινωνικά του δράματα, ο Στεφάν Μπριζέ δοκιμάζει κάτι εντελώς διαφορετικό στο «Hors-saison». Εδώ κινηματογραφεί χαμηλότονα, σχεδόν ψιθυριστά, ένα περίπλοκο ρομάντζο, μια σύντομη συνάντηση δυο παλιών εραστών που ξαναβρίσκονται κατά τύχη μετά από χρόνια και πιάνουν το νήμα της σχέσης τους από το σημείο που κόπηκε, ως, πιθανότατα, το σημείο που θα κοπεί ξανά.

Το αποτέλεσμα όχι απλώς δικαιώνει την επιλογή του να αφήσει στην άκρη ένα σινεμά που γνωρίζει καλά, για κάτι καινούριο, μα δεν είναι τίποτα λιγότερο από εξαιρετικό και ίσως το πιο τρυφερό, διασκεδαστικό, συγκινητικό και μελαγχολικό ρομάντζο που είδαμε εδώ και χρόνια. Και όπως όλες οι ταινίες του, είναι βαθιά ανθρωπιστικό, ειλικρινές και απροσδόκητο.

Ο Γκιγιόμ Κανέ υποδύεται τον Ματιέ, έναν ηθοποιό του σινεμά που λίγο πριν το πολυαναμενόμενο ντεμπούτο του στο θέατρο, τρομάζει κι εγκαταλείπει τα πάντα για να περάσει μια εβδομάδα εκτός σεζόν σε ένα παραθαλάσσιο κέντρο θαλασσοθεραπείας. Η παρουσία του εκεί προφανώς δεν περνά απαρατήρητη από τη μικρή τοπική κοινότητα κι έτσι, σύντομα, θα λάβει ένα μήνυμα από την παλιά του ερωμένη, Αλίτσε, η οποία κατά τύχη μένει κοντά. Δεκαέξι χρόνια μετά την τελευταία φορά που είδε ο ένας τον άλλον πριν ο Ματιέ την εγκαταλείψει, θα βρεθούν ξανά.

Αυτό που θα ακολουθήσει, ευτυχώς δεν θα έχει τίποτα από τα γνώριμα κλισέ μιας ρομαντικής ταινίας, αφού ακόμη κι αν είναι σαφές πως η σχέση τους έχει αφήσει υπόλοιπα και στους δυο, το φιλμ κατορθώνει να πηγαίνει πέρα από ευκολίες, προσδοκίες και μακριά από την πεπατημένη.

Οι χαρακτήρες του Κανέ και της Ρορβάχερ είναι αληθινοί, αλλά απροσδόκητοι, άνθρωποι που τις ζωές τους μπορείς να πιστέψεις και τις αδυναμίες τους να καταλάβεις, και μαζί κάνουν ένα από τα πιο όμορφα και ξεχωριστά ζευγάρια της οθόνης, βαθιά ρομαντικό αλλά και γεμάτο αγκάθια, όπως μπορούμε να είμαστε όλοι. Ενα ζευγάρι που απογειώνουν με τις ερμηνείες τους οι δυο πρωταγωνιστές, ειδικά η Ρορβάχερ η οποία σπάνια υπήρξε καλύτερη, με στιγμές ήρεμου μεγαλείου, ευάλωτης καθαρότητας και αφοπλιστικής ειλικρίνειας.

Το εξαιρετικό σενάριο, γραμμένο από τον Μπριζέ και την Μαρί Ντικέρ (που «υποδύεται» και τη φωνή της γυναίκας του Ματιέ στο τηλέφωνο), χωρά δόσεις χιούμορ και συγκίνησης με την ίδια άνεση, μα αποφεύγει με κάθε τρόπο την πεπατημένη, βρίσκοντας ευρηματικούς τρόπους να γίνει αληθινά βαθύ χωρίς να ενδίδει σε μελοδραματισμούς ή ευκολίες.

Και τελικά η ουσία της ταινίες δεν έχει να κάνει με τον ρομαντισμό ή τα σκαμπανεβάσματα μιας ερωτικής ιστορίας, μα στην ουσία, με την ουσία μας. Με ερωτήματα πάνω στους λόγους για τους οποίους ερωτευόμαστε τους ανθρώπους που ερωτευόμαστε. Για τον τρόπο που οι δικές μας προσωπικότητες μας οδηγούν στους άλλους, για τις επιλογές που κάνουμε, για το πώς ο χρόνος μάς αλλάζει ή όχι. Για τους ανθρώπους που νομίζουμε ότι είμαστε και για τους ανθρώπους που είμαστε αληθινά.

Για το πώς μας βλέπουμε εμείς και το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Για το πώς μπορεί να ζήσουμε όλη τη ζωή μας με τον τρόπο που πιστεύουμε ότι «πρέπει». Για το πώς μπορεί να ανακαλύψουμε την αλήθεια μας στην δύση της ζωής μας. Ή και όχι. Για την μελαγχολική πλευρά της φύσης που όλοι κουβαλάμε μέσα μας. Για τις απροσδόκητες στιγμές, χαράς, για τα δάκρυα που καθαρίζουν τα μάτια και την ψυχή.

Για το βάθος και το εύρος που μπορεί να έχουν μερικά σφυρίγματα. Για τόσα μα τόσα πολλά που είναι κρυμμένα κάτω από την επιφάνεια αυτής της απλής, μα βαθιά τρυφερής και υπέροχης ταινίας που δεν σου αφήνει άλλη επιλογή από το να την αγαπήσεις.