H οικογένεια της 16χρονης Εύας μετακομίζει σε ένα προάστιο του Σαν Χοζέ. Μαζί με την μικρότερη της αδελφή, την μαμά, τον μπαμπά και τον γάτο της πηγαίνουν σ’ ένα νέο σπίτι που υπόσχεται μία νέα αρχή. Αυτό όμως δεν συμβαίνει ποτέ. Τουλάχιστον με τον τρόπο που θα ήθελε η Εύα. Ο βίαιος πατέρας της έχει ακόμα ένα ξέσπασμα και η μαμά τον χωρίζει - τον πετάει έξω από το καινούργιο σπίτι, πολύ πριν αδειάσουν τις κούτες με τα πράγματα τους. Πολύ πριν βάψουν το δωμάτιο της με το αγαπημένο της χρώμα: μπλε ηλεκτρίκ. Η Εύα αγαπά τον μπαμπά της. Για την μαμά έχει μόνο θυμό. Που χώρισε, που είναι αυστηρή, ελεγκτική, καταπιεστική.
Ο μπαμπάς είναι γοητευτικός, μυστηριώδης. Ένας μποέμ καλλιτέχνης - ποιητής, ζωγράφος, ελεύθερο πνεύμα. Και το πνεύμα της έφηβης Εύας είναι εξίσου ανήσυχο. Με τις ορμόνες να έχουν βάλει φωτιά στο αίμα της, το σκάει κι επιχειρεί να ζήσει μόνιμα με τον μπαμπά. Μέσα σ’ ένα καλοκαίρι, θα αναγκαστεί να μεγαλώσει απότομα, βίαια και ηλεκτρισμένα.
Εχοντας μια βραβευμένη καριέρα στις μικρού μήκους («Lucia in Limbo») η σκηνοθέτης από την Κόστα Ρίκα, Βαλεντίνα Μαουρέλ, κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο ακολουθώντας ακόμα μία ιστορία εφηβείας. Αυτή τη φορά μελετώντας τη σχέση πατέρα-κόρης, του πρώτου ανδρικού μοντέλου που μια γυναίκα γνωρίζει στη ζωή της και θέτει τα θεμέλια της ενήλικης πορείας της. Της θηλυκής της ταυτότητας, της ψυχικής της ισορροπίας, της αυτοπεποίθησης της στις μελλοντικές σχέσεις της. Οταν το πρότυπο αρρενωπότητας είναι ανώριμο, ασταθές, βίαιο, τότε η αγάπη συνδέεται με την εγκατάλειψη με τον πιο επώδυνο τρόπο.
Οχι, η Βαλεντίνα Μαουρέλ δεν πέφτει στην παγίδα της επεξήγησης. Δεν γράφει μία ιστορία διδακτισμού, ούτε την σκηνοθετεί με επιδεικτική, κλισέ σοβαροφάνεια. Το αντίθετο. Κρατώντας την κάμερα στο χέρι, λούζοντας τα πλάνα της με φυσικό φως, και κινηματογραφώντας νατουραλιστικά τα πρόσωπα, τα σώματα, τις αμηχανίες, η Μαουρέλ καταγράφει τα πάντα μέσα από το βλέμμα της ηρωίδας της. Χωρίς σχολιασμό, χωρίς αρνητικό ή θετικό πρόσημο. Άμεσα, άβολα, άτσαλα, ανώριμα, αθώα.
Αυτή η αμεσότητα όμως έχει μεγαλύτερη δύναμη. Γιατί τα συμπεράσματα χτυπάνε από το βλέμμα του θεατή κατευθείαν στην καρδιά. Ενας αλκοολικός άντρας, ταλαντούχος και ανασφαλής, έχει γίνει πατέρας αλλά ο ναρκισσισμός του δεν του επιτρέπει να τραβήξει το βλέμμα του από τον εαυτό του. Μέχρι που κάτι συμβαίνει και καταλαβαίνει τις συνέπειες της χαοτικής του ύπαρξης. Δεν στάθηκε στο παιδί του. Δεν την προστάτεψε. Το χειρότερο; Το παιδί του τον αγαπά ακόμα κι έτσι. Κακοποιημένο και κακοποιητικό.
Ο Ρεϊνάλντο Αμιέν Γκιτιέρεζ ερμηνεύει τον πατέρα με ωμή, ζωώδη ενέργεια. Του προσδίδει ένα μυστήριο, μία μελαγχολία, την αύρα ενός ταλαντούχου loser που θρηνεί τις χαμένες ευκαιρίες της ζωής του. Αλλωστε ο ίδιος ο τίτλος της ταινίας εξηγείται μέσα από ένα ποίημα που έγραψε για τον δικό του πατέρα - κάποιον που όταν δεν μπορούσε να διορθώσει τα πράγματα τα έσπαγε με θυμό. «Κάνω ηλεκτρισμένα όνειρα. Βλέπω πώς αγαπιούνται τα ζώα - ουρλιάζοντας το ένα στο άλλο…»
Δεν υπάρχουν συμπεράσματα για την ατελή ανθρώπινη φύση στην ταινία της Μορέλ. Δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις και κατηγορώ για την τοξική αρρενωπότητα.
Δεν υπάρχει μαύρο άσπρο. Μόνο ένα μπλε ηλεκτρίκ εφηβικό δωμάτιο που περιμένει την Εύα για να κάνει νέα όνειρα.