Η Disney είναι ξακουστή για το πώς μπορεί να κάνει ταινίες σχεδόν από τα πάντα. Από κόμιξ με την Marvel και παραμύθια με τις κλασικές ταινίες της κινουμένων σχεδίων, μέχρι ακόμα και ατραξιόν από το θεματικό πάρκο της Disneyland, που οδήγησε στην αγαπημένη σειρά ταινιών «Οι Πειρατές της Καραϊβικής».

Aλλη μια τέτοια απόπειρα είναι και αυτή η ταινία, η οποία μας παρουσιάζει το στοιχειωμένο σπίτι «The Haunted Mansion» με οπτική μαεστρία και ξεκάθαρο πάθος, αν και η έμφαση στην κωμωδία αντί στον τρόμο και η εξάρτηση από τα CGI μειώνει αρκετά την εμπειρία.

Η ιστορία ακολουθεί τον Μπεν (Λακίθ Στάινφιλντ), έναν άντρα με κοινωνικό άγχος ο οποίος ακόμα επεξεργάζεται τον πρόωρο θάνατο της γυναίκας του. Ο Μπεν είχε γίνει γνωστός για την κατασκευή μιας ειδικής κάμερας που «έπιανε» στον φακό της φαντάσματα, κάτι που οδήγησε έναν εκκεντρικό ιερέα (Οουεν Γουίλσον) να τον αναζητήσει για βοήθεια στον εξορκισμό του επώνυμου αρχοντικού. Εκεί, γνωρίζει την ιδιοκτήτρια (Ροζάριο Ντόσον) που στοιχειώνεται από τα φαντάσματα με τον γιο της (Τσέις Ντίλον), και συμμαχούν μαζί με μια μέντιουμ (Τίφανι Χάντις) και έναν ιστορικό (Ντάνι ΝτεΒίτο) για να ανακαλύψουν τα μυστικά του αρχοντικού.

Η ταινία έχει έναν αρκετά ανάλαφρο και παιχνιδιάρικο τόνο, αν και ασχολείται πολύ με το θέμα του θανάτου και της θλίψης που αυτός προκαλεί. Είναι ξεκάθαρο ότι απευθύνεται σε ένα οικογενειακό κοινό, οπότε, αν και ακροβατεί με τον τρόμο, δεν εμβαθύνει ποτέ αρκετά σε αυτό το σημείο, και το παρουσιάζει πάντα με έναν θεατρικό, μη ρεαλιστικό τρόπο. Βέβαια, θέλει να παρουσιαστεί περισσότερο ως κωμική περιπέτεια, κάτι το οποίο καταφέρνει. Οι ηθοποιοί, όλοι τους βετεράνοι της κωμωδίας, παίζουν με έναν χαρισματικό τρόπο και έχουν μια ευχάριστη χημεία μεταξύ τους, και ελάχιστες φορές κουράζουν οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Βέβαια, και στα πιο σοβαρά σημεία - όταν δενκόβονται απότομα με αστεία, όπως στην Marvel - αναδεικνύουν επίσης το ταλέντο τους, με τον Στάινφιλντ να αποδεικνύει σε μια αρκετά συναισθηματικήσκηνή γιατί θεωρείται ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του.

Η παρουσίαση του επώνυμου αρχοντικού όμως είναι παράλληλα ημεγαλύτερη δύναμη και αδυναμία της ταινίας. Το αρχοντικό έχει ένα γοτθικό, γκροτέσκο σχέδιο και εκφραστικό νέον φωτισμό, το οποίο το καθιστά αρκετάζωντανό από μόνο του, αν και εύκολα μπορεί κάποιος να δει πως παραπέμπειστην ατρακσιόν που το ενέπνευσε. Βέβαια, το σετ εμπλουτίζεται μευπεραρκετό CGI, το οποίο πνίγει σχεδόν κάθε σκηνή με τα φαντάσματα,επίσης σχεδόν εξ’ ολοκλήρου CGI. Το CGI είναι φτιαγμένο με έναν σκόπιμακαρτουνίστικο τρόπο, το οποίο αν και προσδίδει πολύ σε στιλ χάνει στηναίσθηση ότι είναι πραγματικά εκεί. Καθώς, ειδικά στο τέλος, η ταινία βασίζεταιεξ’ ολοκλήρου σε αυτό, εύκολα ο θεατής δεν θα απορροφηθεί τόσο στην ταινίαόσο θα ήταν δυνατόν, εκτός αν πρόκειται για παιδιά αρκετά μικρής ηλικίας.

Μακριά από το αριστούργημα, αλλά μια ευχάριστη ταινία για να περάσεις 2 ώρες μόνος ή με την οικογένεια.