Ο Κρίστοφερ Κρός είναι ένας ευσυνείδητος ταμίας που εργάζεται επί 25 χρόνια στην ίδια τράπεζα. Είναι όμως ένας μοναχικός άνθρωπος: Με την γυναίκα του Αντέλ δεν υπάρχει καμία ψυχκή επαφή, μοιάζουν σαν δύο ξένοι. Μοναδική του παρηγοριά είναι η ζωγραφική. Μια βροχερή νύχτα, βλέπει κάποιον να επιτίθεται σε μια γυναίκα στην οδό Σκάρλετ. Αφού την σώσει, γνωρίζονται καλύτερα και αναπτύσσεται μια συμπάθεια ανάμεσά τους. Ο Κρίς ερωτεύεται την Κίτι και της προσφέρει στέγη στο διαμέρισμα που διατηρεί για τους πίνακές του. Η Κίτι, που αρχικά τον νομίζει για μεγάλο ζωγράφο, του παριστάνει την ερωτευμένη με σκοπό να τον εκμεταλλευθεί, κάτι που καταφέρνει εύκολα. Στη συνέχεια η εκμετάλλευση γίνεται εντονότερη, αφού ο Κρίς μεταβάλλεται σε απόλυτο θύμα της Κίτι και του εραστή της. Αργότερα, όταν θα έρθει η ώρα της πικρής αλήθειας, τα πράγματα θα έχουν πολύ τραγική κατάληξη για όλους…
Υπάρχουν φιλμ νουάρ και υπάρχουν και τα φιλμ νουάρ του Φριτζ Λανγκ.
Στα πρώτα το «σκοτάδι» έρχεται από τις σκιές που ρίχνουν τα τεχνητά φώτα πάνω στις πόλεις και τους ανθρώπους, βυθίζοντας αθώους και ενόχους στην κλειστοφοβική δίνη μιας Αμερικής σε ελεύθερη πτώση.
Στα δεύτερα, το «σκοτάδι» έρχεται από την ίδια τη ζωή, από τα μικρά εγκλήματα που καταλήγουν σε τραγωδίες και τα πιο ταπεινά ανθρώπινα ένστικτα που συμπαρασύρουν στο πέρασμα τους κάθε έννοια ηθικής, τάξης ή ασφάλειας.
Ο,τι δηλαδή συμβαίνει στο «Scarlet Street», την κατά τον Φριτζ Λανγκ εκδοχή της «Σκύλας» του Ζαν Ρενουάρ (βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ζορζ ντε Λα Φουσαρντιέρ), όπου οι δύο κεντρικοί ήρωες του βρίσκονται συνένοχοι ο καθένας στο δικό του μικρό έγκλημα. Πριν αφεθούν ολοκληρωτικά στη δίνη μιας πτώσης που όχι μόνο δεν έχει γυρισμό, αλλά είναι νομοτελειακά υπολογισμένο πως θα σταματήσει μόνο όταν συγκρουστεί μετωπικά με το πεπρωμένο.
Μακριά από την πιο πιο σατιρική εκδοχή του Ρενουάρ, ο Λανγκ κλείνει την ιστορία της δαιμονικής femme fatale που θα εκμεταλλευτεί έναν αθώο υπάλληλο τραπέζης, μέσα σε ένα κλειστοφοβικό αρχιτεκτονικό οικοδόμημα που δεν αναφέρεται μόνο στα σκοτεινά ομιχλώδη στενά της μεταπολεμικής Αμερικής.
Με κεντρικό σκηνικό ένα αμαρτωλό ατελιέ – σημάδι και σημαινόμενο μιας νέας εποχής για την ηθική και την Τέχνη – ο Λανγκ παρακολουθεί την πτώση των ηρώων του, ξεκινώντας ήδη από την πρώτη συνάντηση του Εντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον και της Τζόαν Μπένετ ένα κινηματογραφικό παιχνίδι τριών genres.
Το «Scarlet Street» είναι ένα φιλμ νουάρ, ακριβώς στα πρώτα χρόνια που αυτό γεννιόταν, για να καθρεφτίσει τις σκιές μιας τραυματισμένης χώρας. Την ίδια στιγμή είναι και ένα μεγαλειώδες μελόδραμα που αφηγείται ένα τραγικό love story καταδικασμένο να μην αντέξει κάτω από το βάρος ενός ανελέητου κοινωνικού κυνισμού. Δύο κινηματογραφικά είδη που έρχονται να συναντήσουν σε μια και μόνο ταινία και το ψυχολογικό θρίλερ, με ανεβασμένη την ένταση του σασπένς και της αγωνίας.
Περισσότερο όμως ίσως και από οποιαδήποτε στενή κινηματογραφική του ερμηνεία, το «Scarlet Street» είναι ένα ακόμη δείγμα της μεγαλοφυίας του Λανγκ. Ενα συναρπαστικό οικοδόμημα από απλές καθημερινές πράξεις που κάτω από το διεισδυτικό βλέμμά του, αποκτούν τις διαστάσεις μιας σχεδόν κοσμικής παραβολής πάνω στην ανθρώπινη αδυναμία και πως αυτή μπορεί να ανοίξει, ακόμη και με ένα απλό παραπάτημα, τις πύλες της κολάσεως.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λανγκ ταυτίζεται τόσο με τον όχι και τόσο «αθώο» ήρωα του Εντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον αλλά και με την μόνο φαινομενικά μονοδιάστατη femme fatale της Τζόαν Μπένετ. Οσο συγκλονιστικός είναι ο Ρόμπινσον καθώς η επιθυμία του τον καταπίνει, οδηγώντας την στην ολοκληρωτική καταστροφή, άλλο τόσο τραγική μοιάζει η φιγούρα της σατανικής Μπένετ (η «Σκύλα» του τίτλου) καθώς από μικροαπατεώνισσα καταλήγει να βρίσκεται πρωταγωνίστρια με διαφορετικές ταυτότητες σε ένα ανεξέλεγχτο φλερτ με το «κακό».
Βάζοντας το δάχτυλο του ακριβώς εκεί όπου δεν θα τολμούσε ίσως κανένας Αμερικάνος σκηνοθέτης εκείνη την εποχή, ο Λανγκ απλώνει το εξπρεσιονιστικό του πέπλο πάνω από το βούρκο μιας κοινωνίας σε οριστική κατάπτωση με μοναδικό σκοπό να φέρει στο φως την πλήρη έλλειψη της όποιας ηθικής. Και φτάνοντας ακόμη πιο βαθιά στην ανθρωπολογική του μέλετη, τολμά, για πρώτη φορά στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά, να αφήσει το έγκλημα ατιμώρητο, δικαιώνοντας την εκδίκηση που όμως στο χρονικό σημείο που έχει επέλθει – όταν πια όλα έχουν παραδοθεί στο χάος - δεν μπορεί να είναι λυτρωτική ούτε για αυτόν που την διαπράττει.
Ακόμη κι αν δεν είχε λογοκριθεί και δεν είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων για την ηθική του στάση απέναντι στο νόμο και την διάχυτη σεξουαλικότητά του, το «Scarlet Street» θα έμενε στην Ιστορία και μόνο για το γεγονός πως τοποθέτησε, με πρωτόγνωρους για την εποχή του όρους, το νουάρ στο φιλμ, περισσότερο εδώ από το «Τhe Woman in the Window» που με τους ίδιους πρωταγωνιστές και τον ίδιο σκηνοθέτη προηγήθηκε χρονικά κατά ένα χρόνο.
Παραμένοντας ταυτόχρονα μια από τις πιο μελαγχολικές ταινίες πάνω στις μεγάλες προσδοκίες μικρών ανθρώπων. Αυτές που γεννιούνται γνωρίζοντας από την αρχή πως δεν θα ζήσουν για πολύ.