Μια ταινία είδους, καταδίωξης, ταχύτητας και κατεστραμμένων ηρώων παρουσίασαν οι αδελφοί Σάφντι, δείχνοντας δυνατές προθέσεις (αν και όχι απαραίτητα αποτέλεσμα). Οι αδελφοί Τζος και Μπένι Σάφντι φτιάχνουν ένα φιλμ με «βρώμικη», ανεξάρτητη, νεοϋορκέζικη αύρα, με παραγωγούς, μάλιστα, τον Πάρι Κασιδόκωστα-Λάτση και τον Τέρι Ντούγκας. Τα δυο αδέλφια έχουν υπογράψει μια σειρά από μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ και τα μεγάλου μήκους «The Pleasure of Being Robbed» (2008), «Daddy Longlegs» (2009) και «Heaven Knows What» (2014), τα οποία προβλήθηκαν σε παράλληλα τμήματα των Καννών και της Βενετίας. Η νέα τους ταινία, το «Good Time», με πρωταγωνιστές τον Ρόμπερτ Πάτινσον, τον ίδιο τον Μπένι Σάφντι και τον Μπάντι Ντουρές, είναι ταυτόχρονα η ιστορία μιας αντίξοης αδελφικής σχέσης και μια καταιγιστική ταινία καταδίωξης, που γεμίζει την αίθουσα beat (μουσικό και ενεργειακό), αλλά χωρίς να υλοποιεί την πρόθεσή της για κάτι πιο σύνθετο ή ενδιαφέρον.
Η ιστορία παρακολουθεί δυο αδέλφια, τον Κόνι και τον Νικ Νίκας: ο Κόνι, δραστήριος και τολμηρός απατεώνας, βάζει στα κόλπα και τον αδελφό του, που όμως πάσχει από νοητική υστέρηση. Οταν, στη διαφυγή από μια ληστεία, ο Νικ συλλαμβάνεται και μπαίνει φυλακή, ο Κόνι θα κάνει ό,τι μπορεί κι ό,τι προλαβαίνει, χωρίς φραγμούς και χωρίς δισταγμό, για να βγάλει τον αδελφό του από τη φυλακή πριν είναι πολύ αργά και για τους δυο.
Βγαλμένη από τη βρώμικη καρδιά της Νέας Υόρκης, η ταινία αγαπά το pulp, αγαπά τον Σκορσέζε και τον Κασσαβέτη, αγαπά και το ίδιο το σινεμά είδους. Γυρισμένη σε φιλμ, με εμφανή και ζεστό κόκκο, με έντονα πράσινα και μπλε χρώματα, σε σινεμασκόπ, ντύνει τους ήρωές της με αναγνωρίσιμα στοιχεία. Κατεστραμμένες οικογένειες, καταπιεστικές σχέσεις, άνθρωποι πεπεισμένοι ότι είναι σκουπίδια, το περιθώριο που λειτουργεί σαν δίνη. Και μέσα σ' αυτά, μια σχέση αλλιώτικη, ανάμεσα σε δυο αδέλφια αταίριαστα κι άνισα, που όμως συνδέονται με αισθήματα πίστης και προστατευτικότητας.
Αυτή η παράξενη, εμμονική σχεδόν, σχέση των δυο αδελφών, είναι και το πιο ιδιαίτερο στοιχείο της ταινίας που, ωστόσο, ξεχνιέται από τα μισά και μετά, καθώς ο Κόνι, ο ήρωας του Ρόμπερτ Πάτινσον, ακολουθεί τη δική του καθοδική πορεία. Ξεστρατίζει ακόμα περισσότερο, με τη συνάντησή του μ' έναν άλλον απατεώνα, τον Ρέι και την αφήγηση της δικής του ιστορίας, θαυμάσιας για μια ξεχωριστή μικρού ή μεγάλου μήκους ταινία, η οποία όμως εδώ απλώς επιβραδύνει το ρυθμό.
Είναι προφανές ότι οι αδελφοί Σάφντι θέλουν να κάνουν ένα φιλμ με την ένταση του crime movie, που ωστόσο να μιλά για τα συναισθηματικά εγκλήματα, ή τον υπαρξιακό απόπατο ηρώων προδιαγεγραμμένων να είναι παρίες. Καταφέρνουν μόνο το πρώτο. Το «Good Time», ωστόσο, έχει ρυθμό, υπογραμμισμένο από την αδιάκοπη (υπερβολικά αδιάκοπη) μουσική των Oneohtrix Point Never και Ιγκι Ποπ, έχει το ενδιαφέρον στοιχείο της ιδιόμορφης αγάπης του Κόνι και του Νικ, έχει και τον Ρόμπερτ Πάτινσον στην, ξεκάθαρα, πιο δουλεμένη, αληθινή, δυνατή ερμηνεία της καριέρας του.