«Να αντιμετωπίζεις τα πολύ μεγάλα της ζωής με ελαφρότητα»
«Και τα μικρά, με μεγάλη σοβαρότητα»
Ο Ghost Dog είναι Ακόλουθος. Σύμφωνα με τη φιλοσοφία των Σαμουράι, όταν χρωστάς τη ζωή σου σε κάποιον γίνεσαι πιστός του υπηρέτης. Ετσι προσφέρθηκε στον Λούι, έναν μικρομαφιόζο της τοπικής Οικογένειας, που όταν ήταν έφηβος του έσωσε τη ζωή από μία επίθεση συμμορίας. Από τότε ο Ghost Dog αφιερώθηκε στον Λούι κι εκείνος τον χρησιμοποιεί ως τον ιδανικό εκτελεστή του. Γιατί ο Ghost Dog είναι φάντασμα - δεν αφήνει ίχνη. Επικοινωνούν με μηνύματα - με ταχυδρομικά περιστέρια που εκτρέφει στην ταράτσα που μένει. Και κανείς δεν ξέρει που είναι αυτή η ταράτσα. Πληρώνεται μετρητά, μία φορά το χρόνο - την πρώτη μέρα της Ανοιξης. Δεν μιλάει σε κανέναν, δεν έχει φίλους. Εκτός από τον Ρέιμοντ, τον παγωτατζή της γειτονιάς - έναν μετανάστη από την Αϊτή, που μιλάει μόνο γαλλικά. Δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα, αλλά μιλάνε ακριβώς την ίδια γλώσσα. Μια γλώσσα αθωότητας, που θαυμάζει την ομορφιά όπου την συναντά - σ' ένα χωνάκι σοκολάτα, σε μια παρτίδα σκάκι, σ' έναν μερακλή που κατασκευάζει από ξύλο ένα καΐκι στη γειτονική ταράτσα.
Ο Ghost Dog ζει σύμφωνα με αυτή την ομορφιά. Αντίθετα από τους «ανόητους λευκούς» (που θα συναντήσουμε αρκετές φορές μέσα στην ταινία) εκείνος συνυπάρχει με σεβασμό στη φύση, στα ζώα, στον ουρανό. Εχει Βίβλο του το «Hagakure: Ενας Πνευματικός Οδηγός για τον Σαμουράι Πολεμιστή», το βιβλίο που έγραψε τον 18ο αιώνα ο Τασίρο Τσουραμότο, μετά από μία σειρά από συνομιλίες με τον βουδιστή μοναχό Γιαμαμότο Τσουνετόμο. Κι αν πολλοί ανατρέχουν σε αυτό το βιβλίο για να ακολουθήσουν τους πολεμικούς κανόνες του bushido, ο Ghost Dog, και κατά συνέπεια ο Τζιμ Τζάρμους, διαβάζει πολλά περισσότερα ανάμεσα στις γραμμές. Πώς το παρελθόν μπορεί να επικοινωνεί με το παρόν σε βίαιους κύκλους, πώς η καταστροφή της φύσης θα είναι το τέλος μας, πώς τα «μικρά» κρύβουν πραγματικό μεγαλείο και δεν πρέπει να τα χάσουμε ποτέ. Εναν κώδικα τιμής που μπορεί να λειτουργήσει ως οδηγός -ουσιαστικής- επιβίωσης μέσα στον μηδενισμό.
Οταν μία τελευταία αποστολή του Ghost Dog πάει στραβά, η τοπική μαφία παραγγέλνει την εκτέλεση του εκτελεστή της. Κι έτσι ο πολεμιστής πρέπει να βάλει σε εφαρμογή όλα όσα έμαθε για το θάνατο, τη ζωή και την θυσία στον μάστερ του.
«Εχεις παρατηρήσει ότι όλα αλλάζουν γύρω μας, Λούι;»
«Ω, αυτό ξαναπέστο...»
Βρισκόμαστε στο 1999. Μια ανάσα από το νέο μιλένιουμ, τον 21ο αιώνα. Πολλοί επιχειρούν ένα δικό τους κινηματογραφικό αποτύπωμα για το τέλος εποχής - ο Σαμ Μέντες με το «American Beauty», ο Ντέιβιντ Φίντσερ με το «Fight Club», oι Γουατσόφκσι με το «Matrix». Διαφορετικοί σκηνοθέτες, διαφορετικα στιλ, διαφορετικές οπτικές. Κοινή αγωνία: τι αφήνουμε πίσω, τι κρύβει το μέλλον;
Ο Τζάρμους απαντά με το «Ghost Dog». Κοιτά κατάματα την Αμερική του 20ου αιώνα (παρόλο που επίτηδες, όχι απλώς δεν ονομάζει τον τόπο της ταινίας, αλλά αλλάζει και τις πινακίδες των αυτοκινήτων για να τον καμουφλάρει) μέσα από το γκετοποιημένο της περιθώριο και φιλτράρει το Αμερικανικό Ονειρο που πούλησε μέσα από τις βαθιές φιλοσοφίες της Ανατολής. Και τα μικρά μοιάζουν μεγάλα, και τα μεγάλα πολύ μικρά.
Ο φακός του Ρόμπι Μίλερ καταγράφει νεορεαλιστικά το γυμνό τοπίο των γκέτο, αλλά ανοίγει ποιητικά τον κόσμο μέσα από το βλέμμα του Ghost Dog. Και το νιώθεις - ήσουν εγκλωβισμένος στη γη, αλλά σε έκανε να απογειωθείς, να πετάξεις με τα περιστέρια. Ο Τζάρμους ακολουθεί τον σαμουράι του με υπνωτικούς ρυθμούς, η κινηματογράφηση μοιάζει με διαλογισμό, η μεγαλύτερη δράση δεν συμβαίνει στην αιματοχυσία, αλλά στις σιωπές του ήρωά του.
Φανερά επηρεασμένος από τον εμβληματικό αντίστοιχο σαμουράι του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, ο Τζάρμους δε θέλει «Δολοφόνο με Αγγελικό Πρόσωπο». Θέλει με τσακαλωμένο. Γράφει την ταινία πάνω στον Φόρεστ Γουιτάκερ (έχει ομολογήσει ότι δε θα την έκανε αν δεν δεχόταν τον ρόλο ο ίδιος) και τον παρακολουθεί να κουβαλά τον βαρύ σωματότυπό του, και το ακόμα πιο στιβαρό ειδικό του βάρος, έτσι όπως περιπλανιέται ανάμεσα στα ερημωμένα κτίρια, τα πάρκα, τις συμμορίες, τα πιτσιρίκια της γειτονιάς. Καταγράφει, αυτό το ίδιο σώμα, να μεταμορφώνεται σε αέρινο πούπουλο όταν εξασκείται στο «Ιάιντο» στην ταράτσα του. Κλείνει τα πλάνα του σε κοντινά στο βλέμμα του - πώς αυτό γκρεμίζεται και σκοτεινιάζει μπροστά στην ασέβεια και την ασχήμια, πώς φωτίζεται και γλυκαίνει με παιδική έκπληξη μπροστά στην ομορφιά, πώς χαμογελά όταν βρίσκει επιτέλους εναρμόνιση με τον κώδικα τιμής του. Και τον απολαμβάνει όταν τον σκηνοθετεί στις ευφάνταστες εκτελέσεις του.
Γιατί ο Τζάρμους το απολαμβάνει. Ξεσηκώνει αναφορές από γκανγκστερικά είδωλα, αποτίνει φόρους τιμής σε εμβληματικά γουέστερν, και φυσικά καταφεύγει και κινηματογραφικά στην Ιαπωνία - δύο σκηνές είναι ξεκάθαρο κλείσιμο ματιού στον Σέιτζουν Σουζούκι, ενώ το φάντασμα του «Ρασομόν» Κουροσάβα ακολουθεί κατά πόδας την πλοκή.
Ομως, δεν παίζει μόνο με τα είδη. Τα ανατρέπει και τα καυτηριάζει - γιατί μέσα από αυτά τα twists στην τονικότητα αποκαλύπτεται και το πραγματικό του σχόλιο για το τέλος του αιώνα. Με διαολεμένο χιούμορ κοιτά την εξουσία. Οι μαφιόζοι είναι απολειφάδια. Γερόντια που δεν ακούν, δεν βλέπουν, δεν μπορούν να κουνηθούν από το πάχος. Μικροί άνθρωποι με μεγάλα όπλα. Και δυστυχώς, σύμφωνα με το αμερικανικό όνειρο του εύκολου χρήματος, μεγάλη ισχύ. Μέχρι να αντιμετωπίσουν όμως έναν πραγματικό σαμουράι.
Guns, shootouts and crack sales
Black males who pack jails, trapped in hell
No peace, cold streets, surrounded by po-lice
This whole week, buildings with no heats
No lights, the gas pipes the snow leaks
Dog fights and lowlife throw dice the whole night
I can't take it, beauty that was once sacred
Is now gettin facelifts, fake tits, and fake lips
Cold embraces
Memory erases, from the slaveships
Διάχυτη η ελεγειακή μελαγχολία για όσα χάνονται για πάντα, για όσα ο άνθρωπος του 20ου αιώνα κατέστρεψε ανεπιστρεπτί. Κατεβασμένα τα μάτια στη γη όσο ο RZA φτύνει αλήθειες για τον κόσμο μας. Ομως ο Τζάρμους δεν βλέπει απαισιόδοξα το μέλλον. Ως γνήσιος ρομαντικός, κοιτά το νέο μιλένιουμ μέσα από το δικό του φως. Παιδικά χεράκια θα παραλάβουν τη σκυτάλη. Το μεγάλο νόημα θα φυτευθεί σε φρέσκα, αμόλυντα μυαλά. Τα μικρά, κάποτε, θα πάρουν την εκδίκηση από τα μεγάλα.