Τα καλοκαίρια, το άκουσμα των φράσεων «γαλλική κωμωδία», «ιταλική κωμωδία», φέρνει μια αντανακλαστική επιφυλακτικότητα, με τις ρίζες της βαθιά σ' όσα έχουμε δει (Θεέ μου) τα προηγούμενα καλοκαίρια. Ετσι, όταν προκύπτει μια «ιταλική κωμωδία» που είναι μάλλον έξυπνη, χαριτωμένη, καλοπαιγμένη και χωρίς ίχνος παρωχημένου συντηρητισμού ή σωματικής μπαλαφάρας, η συγκίνηση είναι διπλή.
Η Σάρα κι ο Νίκολα είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι στα σαραντακάτι. Είναι ερωτευμένοι, έχουν το όμορφο διαμέρισμά τους, τις δουλειές τους, την εξάχρονη κόρη τους, όλα κυλούν αρμονικά. Ωσπου αυτή την αρμονία έρχεται ν' ανατρέψει η άφιξη ενός νέου μωρού. Η αϋπνία, η κούραση, οι αλληλοκατηγορίες, ο ανταγωνισμός, η ζήλεια της μικρής, ο παραλογισμός των πεθερικών, όλα θα σταθούν εμπόδιο στην ψυχραιμία της Σάρα και του Νίκολα που, για να το υπερπηδήσουν, δεν θέλουν παρά να πηδήξουν από το παράθυρο. Θα καταφέρουν να τα βγάλουν πέρα ώσπου το μωρό να μεγαλώσει λίγο και να σώσουν τη λογική τους αλλά και τη σχέση τους;
Σε σενάριο του Ματία Τόρε (των «Boris», που έφυγε πέρσι από τη ζωή), η ταινία, στοχεύοντας και πετυχαίνοντας να κάνει τον θεατή συμμέτοχο σε κάτι που γνωρίζει καλά, είναι χτισμένη σε ενότητες, οι επικεφαλίδες και μόνο των οποίων φέρνουν χαμόγελο στα χείλη. Πριν την καθεμιά, ένα μικρό σκετσάκι... συγκριτικής γονεϊκότητας θέτει το πλαίσιο. Η Πάολα Κορτελέζι κι ο Βαλέριο Μασταντρέα υποδύονται τους ρόλους τους τραβηχτικά, με εξωτερικό πανικό κι εσωτερική απελπισία, το πολιτικό σχόλιο για μια χώρα που γερνά - την Ιταλία, αλλά και τις υπόλοιπες της Μεσογείου - δεν πάει χαμένο κι αυτό που μένει, τελικά, είναι ένας τρυφερός κλαυσίγελος για όλα τα ζευγάρια και την απεγνωσμένη προσπάθειά τους να κρατηθούν μαζί, σ' αυτό που ονομάζουμε ευτυχία.