Τρία χρόνια μετά τις «Γραμμές», τρία πριν το φετινό «Καθαρτήριο», ο Βασίλης Μαζωμένος παρουσίασε το δεύτερο μέρος της τριλογίας του, που προβάλλεται αυτή τη βδομάδα στις αίθουσες.
Το σύμπαν του Βασίλη Μαζωμένου είναι και πάλι εδώ, σ' ένα φιλμ πιο φιλόδοξο, πιο υπερβατικό, αλλά με όλα τα γνώριμα χαρακτηριστικά του σκηνοθέτη του: πολιτικός λόγος, ανθρωπιστική αγωνία, αισθαντική δραματοποίηση, υφάσματα και ριχτάρια που δίνουν θεατρικότητα σε φυσικούς χώρους.
Η «Εξορία» βλέπεται από την αντίθετη πλευρά του καθρέφτη (της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας). Ο ήρωας, ο Αρις ή ο Κανένας (Nobody), βρίσκεται εξόριστος, υπό διωγμό, στην ίδια του τη χώρα: για να επιβιώσει μπαίνει σε κάθε είδους underground περιπέτεια, από το να γίνει υπηρέτης της Μις Αντζελας ή ν' αναγκαστεί στην αυτοτιμωρία και τη σεξουαλική υποταγή, ως το να γίνει θεατής και συμμετέχων σ' ένα κιουμπρικ-ικό όργιο με συνοδοιπόρους τη Μάγια τη Μέλισσα, τη Χιονάτη και τον Μπομπ τον Σφουγγαράκη.
Από την πλευρά της αισθητικής, ο Μαζωμένος τολμά απαιτητικές επιλογές, σαν τα αντονιονικά γενικά και το slow motion, που συνδέονται δύσκολα με την προφανή έλλειψη budget της ταινίας, με τα αυτοσχέδια σκηνικά (και το κεφάλι από κατσικάκι στην πιατέλα που κάνει μίνιμουμ δύο εμφανίσεις), τη συχνά-πυκνά καμμένη (από τον ήλιο και των καύσωνα της ενοχής) φωτογραφία.
Οι ερμηνείες δεν βοηθιούνται από το γεγονός πως οι περισσότεροι διάλογοι, είτε για να τονιστεί η παγκοσμιότητα της ιστορίας, είτε για να διευκολυνθεί η διεθνής καριέρα της ταινίας, εκφέρονται στα αγγλικά με ελληνική προφορά. Η επιθυμία του Μαζωμένου να μιλήσει για την επόμενη μέρα της ελληνικής κοινωνίας είναι σεβαστή, ο κόσμος τού γκροτέσκ παραμυθιού με στοιχεία αρχαιοελληνικής μυθολογίας που δημιουργεί αποτυπώνει μια αναγνωρίσιμη κινηματογραφική γλώσσα, αλλά το ίδιο το φιλμ υπονομεύεται από την κατασκευή του.
Ευτυχώς, στιγμές διασώζονται από έναν αυτοσαρκασμό και ατάκες μένουν στη μνήμη, με κορυφαίο το «I love nobodies but I like bodies too».