«Η πρώτη ανάμνηση που έχω από τη μητέρα μου είναι όταν ήμουν τεσσάρων ή πέντε χρονών. Μας φώναζε μαζί με τους δύο αδερφούς μου να φάμε λέγοντάς μας: “Τα αγόρια και ο Γκιγιόμ στο τραπέζι!” και την τελευταία φορά που της μίλησα στο τηλέφωνο, μου έκλεισε το τηλέφωνο λέγοντας μου: “Σε φιλώ αγαπημένη μου”. Αλλά ας πούμε ότι ανάμεσα από αυτές τις δύο προτάσεις υπάρχουν ορισμένες παρανοήσεις.» Αυτή είναι ξεκαρδιστική αλλά και βαθιά ανθρώπινη εξομολόγηση ενός αγοριού, η μητέρα του οποίου αποφάσισε να τον μεγαλώσει ως... κορίτσι.
O Γκιγιόμ Γκαλιέν όπως αυτοπαρουσιάζεται στο... αυτοβιογραφικό του φιλμ που είναι με τη σειρά του βασισμένο στο θεατρικό one man show του, θα μπορούσε με ευκολία να είναι βγαλμένος από το μυαλό του Πέδρο Αλμοδόβαρ: Ενα αγόρι που η μητέρα του το μεγαλώνει σχεδόν σαν κορίτσι, έχοντας απο νωρίς, πριν καν από εκείνον, αποφασίσει, όπως και όλοι γύρω του για την σεξουαλικότητά του.
Από την ίδια κινηματογραφική φλέβα, αλλά στην πιο τρυφερή και χαμηλότονη εκδοχή της, θα μπορούσες να πεις ότι πηγάζει και η ταινία του, ειδικά στις πιο κωμικές στιγμές της, όταν ο Γκαλιέν γελά με τον τρόπο που το φύλο μας καθορίζει κοινωνικά, ακόμη κι αν είναι εύκολο να αντιληφθείς ότι πιθανότατα για τον ίδιο, η περιπέτειά του, δεν υπήρξε πάντα αστεία.
Ομως το «Εγώ ο Εαυτός μου και η Μαμά» είναι το σπάνιο εκείνο είδος κωμωδίας που κατορθώνει να χωρά στιγμές υπερβολικά αδρής κωμωδίας, όσο και την σταθερή υποψία μιας μελαγχολίας στην ιστορίας ενός ανθρώπου που δυσκολεύεται να βρει κάπου να ανήκει.
Με τον ίδιο τρόπο η απόφασή του να υποδυθεί ο ίδιος τον εαυτό του από την παιδική του ηλικία μέχρι την ενήλικη ζωή του, αλλά και αυτόν της μητέρας του, μοιάζει με ένα εύρημα που θα μπορούσε εύκολα να εκπυρσοκροτήσει στο πρόσωπο της ταινίας, αλλά που τελικά, λειτουργεί ανέλπιστα καλά τόσο ως χαριτωμένο αστείο, όσο κι ως ειλικρινούς έκφρασης του πόσο προσωπική τελικά είναι για τον ίδιο τον Γκαλιέν αυτή η ιστορία.
Σταθερά διασκεδαστική, αναμφίβολα διαπεραστική στην ματιά της στις οικογενειακές σχέσεις, στα φύλα και την κοινωνική τους αντανάκλαση, αυτή η κωμωδία όχι ακριβώς ενηλικίωσης, μα συνειδητοποιήσης, είναι ακαταμάχητα γοητευτική και καλόκαρδη.
Και παρ΄ότι δεν αποφεύγει πάντα τις κωμικές ευκολίες είναι αναμφίβολα ένα προϊόν πνευματικής και συναισθηματικής ευφυίας, μια απολαυστική και διαφωτιστική εμπειρία που βρίσκει την χρυσή τομή ανάμεσα στην ελιτίστικη κομψότητα και την μαζικότητα του σινεμά για να μεταμορφωθεί στην πιο απρόσμενα feel good ταινία που είδαμε εδώ και καιρό.