Ο Οσκαρ είναι ένα 11χρονο, υπερκινητικό, πανέξυπνο, αλλά και ιδιαίτερο αγοράκι, με συγκεκριμένη αντίληψη της πραγματικότητας, εμμονές και φοβίες. Ο πατέρας του προσπαθούσε να τον βοηθήσει να ξεπεράσει όσα τον κρατούσαν πίσω, ιντριγκάροντας το γεμάτο φαντασία μυαλό του με συναρπαστικές αποστολές κι εξερευνήσεις πλασματικών χαμένων κόσμων κάτω από την επιφάνεια της αχανούς πόλης τους, Νέας Υόρκης. Χάρτες, διαγράμματα, στοιχεία οδηγούσαν τον Οσκαρ από την μοναξιά του παιδικού του δωματίου στην μεγάλη περιπέτεια της ζωής: την επικοινωνία με άλλους ανθρώπους. Οταν ο πατέρας του σκοτώθηκε την 11 Σεπτεμβρίου στους Δίδυμους Πύργους, ο Οσκαρ έχασε πολλά περισσότερα από έναν γονιό - έχασε το δρόμο του. Αποφασισμένος να κρατήσει τον πατέρα του δίπλα του, ζωντανό, ψάχνει στα πράγματά του, βρίσκει τυχαία ένα κλειδί σ΄έναν φάκελο με την ένδειξη «Μπλακ» και αποφασίζει ότι αυτή είναι η νέα του αποστολή: μία Οδύσσεια στους δρόμους και τους κατοίκους της πληγωμένης Νέας Υόρκης για να βρεθεί η κλειδαριά και το μυστικό της μήνυμα.

Το ομώνυμο βιβλίο του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ, το οποίο ο Στίβεν Ντάλντρι μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη, είναι από μόνο του ένα σύνθετο εγχειρίδιο εξερεύνησης. Με πανέξυπνη, ιδιάζουσα, κοφτερή γλώσσα και φαντασία ο συγγραφέας αναζητά νόημα στην απίστευτη σκληρότητα της ζωής, βάζοντας ως όχημα έναν μικρό εξερευνητή, ο οποίος λόγω ηλικίας ή και ιδιαίτερης νοητικής αντίληψης, δεν την καταλαβαίνει ούτως ή άλλως. Ενα παιδί που μπαίνει από άλλη πόρτα στην πραγματικότητα, έχει την οξυδερκή ικανότητα να την αμφισβητεί, και να την προκαλεί συνεχώς, δεν γνωρίζει από «αυτά έχει η ζωή» ενήλικες μασημένες ευκολίες, απαιτεί με εμμονή εξηγήσεις. Μία τραγωδία που διαλύει την οικογένειά του και την πόλη του, ενδυναμώνει τους δράκους του μυαλού του και τον σπρώχνει σε μία σταυροφορία απέναντι στο ανεξήγητο.

Ο Στίβεν Ντάλντρι είχε πολύ δύσκολο έργο μπροστά του. Η μεταφορά ενός τέτοιου βιβλίου θα ήταν από μόνη της μία τιτάνια δοκιμασία στις ισορροπίες, αλλά και η 10η επέτειος της 11ης Σεπτεμβρίου δημιουργούσε έναν ακόμα μεγαλύτερο βαθμό επικινδυνότητας. Ο ίδιος όμως, με την αυτοπεποίθηση ότι μπορεί να διαχειριστεί ευαίσθητα ιστορικά θέματα (μετά το Ολοκαύτωμα και τα «Σφραγισμένα Χείλη»), την αναγνωρισμένη ικανότητα να πλάθει αριστουργηματικά επί της οθόνης πιτσιρίκια («Μπίλι Ελιοτ») και την βεβαιότητα ότι έχει τον εσωτερικό μηχανισμό να χρησιμοποιεί το μελό στις ιδανικές δόσεις («Οι Ωρες») βούτηξε με το κεφάλι σε κάτι που τελικά τον ξεπερνούσε.

Πρώτη και καθοριστική λανθασμένη επιλογή, αυτή του σεναριογράφου: ο Ερικ Ροθ («Forrest Gump») έχει εντελώς διαφορετική συγκινησιακή αντίληψη από το βαρόμετρο του Ντάλτρι και είναι εν μέρει ο ένοχος για το πόσο απροκάλυπτα ξέφυγε η ταινία σε συναισθηματικούς εκβιασμούς και ευκολίες. Εκτός αν ακόμα πιστεύει κανείς ότι το νόημα της ζωής κρύβεται σε ένα κουτί με σοκολατάκια, γνωρίζει πολύ καλά ότι το να αποτυπώσεις στην οθόνη την απώλεια και να την αφήσεις να αγγίξει κάθε καρδιά σε κάθε καρέκλα απέναντί της, απαιτεί έναν ιδιαίτερο, διακριτικό, αξιοπρεπή χειρισμό. Και η διακριτικότητα δεν είναι ένα από τα ατού του Ροθ. Κι αν αυτό δεν ήταν αρκετά εμφανές στοιχείο στον Ντάλντρι για να αποφύγει τον συγκεκριμένο σεναριογράφο, η αφελής πολιτική προσέγγιση του Φόρεστ απέναντι στη συλλογική μνήμη της αμερικανικής Ιστορίας αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή. Είναι αδύνατον να τουμπάρεις με χαριτωμένη naïveté το σύγχρονο κοινό που έζησε την 11η Σεπτεμβρίου. Το «τρέξε Οσκαρ, τρέξε» εδώ δε λειτουργεί.

Σκηνοθετικά ο Ντάλντρι είναι το ίδιο φλύαρος. Αλλωστε, την ταινία την παρακολουθούμε μέσα από τους υπερδιεγερμένους αισθητήρες αντίληψης ενός αυτιστικού παιδιού, οπότε τα πάντα είναι έντονα, σπιντάρουν, φιξάρουν σε λεπτομέρειες, κόβονται στο μοντάζ ως ένα (σε στιγμές μακάβριο, σε άλλες σιροπιαστά ζαχαρωμένο) βιντεοκλιπίστικο κολάζ. Ο Τόμας Χορν, το γοητευτικό του πρωταγωνιστικό αγοράκι, παίρνει τις οδηγίες να μας κατακτήσει με την ιδιοσυγκρασιακά πληθωρική προσωπικότητα του μικρού του ήρωα, και ως ενός σημείου, το κάνει εξαιρετικά. Μετά από λίγο όμως, το αντιπαθείς σχεδόν - η υπερβολή σ' έχει κουράσει.

Κι αν κάτι τελικά αποτέλεσε την παγίδα στην οποία έπεσε ο Ντάλντρι είναι αυτό: η υπερβολή. Η υπερβολή που υποδηλώνεται και από τον ίδιο τον τίτλο - «εξαιρετικά», «απίστευτα» - λέξεις, ένταση, οδηγία που δεν έπρεπε να πάρει κανείς κυριολεκτικά. Ειδικά όταν στα χέρια του έχει όλη την πρώτη ύλη που χρειάζεται: το ταλαντούχο πιτσιρίκι, τον εμβληματικά συμπαθή Τομ Χανκς, την γήινη Σάντρα Μπούλοκ, την οσκαρική στόφα της Βαϊόλα Ντέιβις, τον θρύλο Μαξ Φον Σίντοφ να σου δίνει μία βωβή, μελετημένη στην λεπτομέρειά της, ερμηνεία - φόρο τιμής στη σιωπηλή δύναμη της επικοινωνίας του κλασικού σινεμά. Γιατί δεν είναι όλα στην ταινία ατυχή: γοητεύεσαι από τους ήρωες, σε ιντριγκάρει το μυστήριο, κάτι ξέρεις από απώλεια.

Ντάλντρι και Ροθ όμως το πιέζουν, το ξεχειλώνουν, το τραβάνε, το υπογραμμίζουν, σε σημείο που θα απομυζήσουν δάκρυα που δεν έχουν επάξια κερδίσει. Ψυχική ανάταση και εξιλέωση που έχουν στην πραγματικότητα εκβιάσει.

Σε μία σκηνή, ο μικρός Οσκαρ αφηγείται την τραγωδία του στον «Νοικάρη» ήρωα του Μαξ Φον Σίντοφ. Κι εκείνος του γράφει στο χαρτί «Σταμάτα, όχι άλλο!»

Αυτό ήταν το κλου για να καταλάβει κι ο ίδιος ο Ντάλντρι. Το έχασε.