Ο 45χρονος Καφούκου είναι σκηνοθέτης και ηθοποιός των arthouse θεατρικών σκηνών του Τόκιο. Η γυναίκα του, Οτο, τηλεοπτική σεναριογράφος. Εκείνη εμπνέεται μυστηριώδεις ιστορίες όταν κάνουν σεξ. Δεν τις θυμάται το πρωί, και εκείνος αναλαμβάνει να της αφηγηθεί όλα όσα του είπε μετά τον οργασμό της, ώστε να γράψει το επόμενο της σενάριο. Ο Καφούκου νιώθει πολύτιμες αυτές τις μαρτυρίες της, γιατί είναι συνέχεια του τόσο δικού τους μοιράσματος - της σάρκας και του πνεύματός τους. Αυτό όμως που δεν του έχει πει η Οτο είναι ότι δεν είναι ο μόνος που ακούει τις ιστορίες της. Παρόλο που τον αγαπάει βαθιά, η Οτο έχει εραστές. Η σχέση τους έχει ραγίσει από τότε που έχασαν την κόρη τους κι εκείνη αρνήθηκε να κάνουν άλλο παιδί. Ο Καφούκου ανακαλύπτει την αλήθεια, γκρεμίζεται, αλλά τη θάβει μέσα του, ανάμεσα στις απόκρυφες δικές του ενοχές για το χαμό του παιδιού τους. Προδομένος, πληγωμένος, αλλά φαινομικά ήρεμος συνεχίζει το γάμο του, συνεχίζει το μοίρασμα, τη ρουτίνα τους. Μόνο που ο θυμός του δε θα βρει ποτέ διέξοδο, γιατί η ζωή έχει παράξενες κι απρόβλεπτες στροφές που σε πετούν εκτός δρόμου.
Δύο χρόνια μετά, ο Καφούκου θα δεχθεί μία πρόταση από θέατρο της Χιροσίμα, να σκηνοθετήσει μία πολύγλωσση μεταφορά του «Θείου Βάνια» του Τσέχοφ. Δεν του είναι εύκολο: η ηχογράφηση της Οτο (ήταν ο τρόπους της να τον βοηθά κι εκείνη με τη σειρά της, για να μαθαίνει τους ρόλους του) ήταν αυτό το θεατρικό. Αυτήν παίζει, ξανά και ξανά, στο αυτοκίνητό του. Το μόνο που του έχει απομείνει είναι η φωνή της. Κι ο θυμός του. Κι όλα μαζί έχουν γίνει θάνατος. Μόνο που ο Καφούκου δεν μπορεί να οδηγήσει πια. Το γλαύκωμα στα μάτια του είναι επικίνδυνο και οι θεατρικοί παραγωγοί του επιβάλουν μία οδηγό. Αυτή θα τον οδηγεί από το ξενοδοχείο του στο θέατρο και πίσω. Ετσι μπαίνει στο Saab 900 και τη ζωή του, η αμίλητη, απροσπέλαστη Μισάκι. Και στο πορτ μπαγκάζ φορτώνει και τα δικά της μυστικά, τις δικές της τύψεις, το δικό της αδιέξοδο πόνο.
Ο Ιάπωνας σκηνοθέτης Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι («Ιστορίες της Τύχης και της Φαντασίας») , μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ένα διήγημα του Χαρούκι Μουρακάμι - δίνοντας όμως στους ήρωες παρελθόν, ενισχύοντας την αφήγηση με δευτεροχαρακτήρες, κι ανοίγοντας το χάρτη της διαδρομής σε νέα μέρη. Το αποτέλεσμα είναι ένα διήγημα 24 σελίδων να βάλει βενζίνη σε μία ταινία 180 λεπτών. Η ιστορία έχει ανάγκη και το τελευταίο δευτερόλεπτο. Αν κάτι μπορεί να κάνει το σινεμά καλύτερα από τη λογοτεχνία είναι να αποδώσει και να δικαιώσει την έννοια του χρόνου. Δεν σου επιτρέπει να κλείσεις το βιβλίο, αλλά σου επιβάλει να δεθείς με τη ζώνη του συνοδηγού και να εμπιστευτείς το σκηνοθέτη να σε πάει από την παλιά Εθνική, με 60 χιλιόμετρα. Χειρότερη άσφαλτος, στροφές, χαμένος χρόνος; Μόνο κερδισμένος, γιατί μόνο έτσι αναγκάζεσαι να δεις τη θέα. Να κοιτάξεις μέσα σου και, επιτέλους, να αντιμετωπίσεις το πένθος.
Ο Χαμαγκούτσι έχει έναν μοναδικό τρόπο να φωτίζει με τρυφερότητα και ανθρωπιά απρόσιτους χαρακτήρες, στις πιο κακοφωτισμένες στιγμές της ζωής τους, όταν είναι πνιγμένοι από τα λάθη και τα πάθη τους. Οριακά τους αντιπαθείς, αλλά εκείνος, υπομονετικά, προσεχτικά ξεφλουδίζει τις προστατευτικές επιδερμίδες τους, μέχρι που αναγνωρίζεις στα γυμνά κόκκαλα, στις ατέλειες, στις ανασφάλειες, στις τύψεις τους, μία πολύ οικεία αντανάκλαση.
Ποιητής της εικόνας (σκηνή ανθολογίας όταν οι δυο ήρωες θα μοιραστούν ένα τσιγάρο, ανοίγοντας την ηλιοροφή του αυτοκινήτου), αλλά κυρίως φιλόσοφος που σκάβει βαθιά, αλλά ψιθυρίζει τα ευρήματά του, ο Χαμαγκούτσι χρησιμοποιεί σύμβολα. Οχι μόνο το ίδιο το θεατρικό του Τσέχοφ που ακούγεται σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. Αλλά και η επιλογή της πολύγλωσσης θεατρικής μεταφοράς του είναι σημαδιακή: η γλώσσα δεν επικοινωνεί από μόνη της, αν δεν θες να ακούσεις. Οι (Ιάπωνες, Κορεάτες, Κινέζοι, κωφοί) ηθοποιοί του Καφούκου δεν καταλαβαίνουν ο ένας τις ατάκες του άλλου, αλλά οι λέξεις δεν έχουν σημασία όσο η καρδιά του κειμένου. Οσο κάνουν πρόβες, όσο η φωνή της Οτο το απαγγέλει μέσα σ’ ένα αμάξι που τρέχει, ο Καφούκου πρέπει να ξεκολλήσει από την κινούμενη άμμο του θυμού. Να αναμετρηθεί με το «θα ζήσουμε, θείε Βάνια», ακόμα και με την απογοήτευσή μας.
Φυσικά, και η εικόνα του «αυτοκίνητου στον ανοιχτό δρόμο» έχει γράψει χιλιόμετρα στην ιστορία του σινεμά, όπως και του rock ’n’ roll. Ακολουθώντας την «Αλίκη στις Πόλεις» του Βιμ Βέντερς, σκαρφαλώνοντας δικάβαλο στην τσοπεριά του Ντένις Χόπερ, χάνοντας τον προσανατολισμό στις λεωφόρους του Ντέιβιντ Λιντς, ή μπαίνοντας νύχτα στη Chevrolet του Μπρους Σπρίνγκστιν, όλοι κάπου πάνε. Αλλά, κυρίως, όλοι από κάτι φεύγουν.
Με το αμάξι του ο Καφούκου δραπέτευε από το γάμο του, έβρισκε ασφάλεια να μελετά τη δουλειά του, έπειθε τον εαυτό του ότι είχε προορισμό. Με τη Μισάκι οδηγό, το αμάξι μεταμορφώθηκε σε ψυχαναλυτικό καναπέ, εξομολογητήριο, καταφύγιο.
Οταν ο φακός καταγράφει το κατακόκκινο SAAB με φόντο το λευκό χιόνι, ο Χαμαγκούτσι ξεκλειδώνει το τραύμα και ανοίγει την πόρτα για να βγούμε. Επρεπε να φτάσουμε, επιστρέφοντας σε ό,τι πληγώνει. εν γίνεται να κόψεις δρόμο στην εξιλέωση. Και μόνο αν συγχωρήσουμε τους εαυτούς μας θα ζήσουμε, θείε Βάνια.