Κεφάλαιο Ι: «Μαγεία, Ή Κάτι Λιγότερο Από Βεβαιότητα». Δύο κολλητές φίλες συζητούν σ' ένα ταξί την απρόσμενη ερωτική γνωριμία της μίας με έναν άντρα. Την οικειότητα που το ζευγάρι ένιωσε από την πρώτη στιγμή, τη «μαγεία». Οταν η πρόσφατα ερωτευμένη κοπέλα βγαίνει από το ταξί, η άλλη σκοτεινιάζει. Κεφάλαιο ΙΙ: «Πόρτα Ορθάνοιχτη». Ενας καθηγητής λογοτεχνίας έχει ξεκάθαρη πολιτική στο γραφείο του: η πόρτα μένει ανοιχτή, ακόμα και στις πιο δύσκολες αντιπαραθέσεις με τους μαθητές του, ακόμα κι όταν αποβάλει έναν ντροπιασμένο φοιτητή μπροστά στα μάτια των φίλων του. Λίγους μήνες μετά, μία φοιτήτριά του επισκέπτεται το γραφείο του για να της υπογράψει το βιβλίο που πρόσφατα έχει εκδώσει. Του διαβάζει το κεφάλαιο που τη συγκλόνισε: μία λεπτομερή σεξουαλική φαντασίωση. Θα παραμείνει η πόρτα ορθάνοιχτη; Κεφάλαιο ΙΙΙ: «Πάμε σαν Αλλοτε». Μία ντροπαλή κοπέλα αποφασίζει να επιστρέψει στην γενέτειρά της και να παραστεί στο reunion του σχολείου της. Θέλει να ξαναβρεί την χαμένη της αγάπη, μία γυναίκα που ήταν ο ήλιος στη ζωή της, όταν στην μοναχική της εφηβεία κατάλαβε ότι ήταν γκέι. Τρόμαξε όμως και το έσκασε για σπουδές στο Τόκιο. Εκεί έμαθε ότι η αγάπη της παντρεύτηκε κι έκανε παιδιά. Με απογοήτευση συνειδητοποιεί ότι εκείνη δεν εμφανίζεται ποτέ στο πάρτι. Ομως, η μοίρα της παίζει ένα παιχνίδι: την βλέπει στο σταθμό του τρένου το άλλο πρωί.
Ο Ιάπωνας σεναριογράφος/σκηνοθέτης των «Happy Hour» και «Αsako I & II» επιστρέφει με μία σπονδυλωτή ταινία συμπτώσεων, ένα μελαγχολικό ανθολόγιο (λανθασμένων) επιλογών, μοίρας και εξιλέωσης. Εξομολογήσεις, ανατροπές, ανθρωπιά, έκπληξη, συγκίνηση. Πώς θα ήταν οι ζωές μας αν είχαμε πάρει άλλες αποφάσεις, αν είχαμε στρίψει σε άλλα μονοπάτια, αν τολμούσαμε να πάμε μπροστά όταν οι φόβοι μάς κράτησαν πίσω; Αν ο τροχός της τύχης μάς είχε βοηθήσει και λίγο;
Ο Χαμαγκούτσι συνθέτει ένα κολάζ ιστοριών, ένα δράμα δωματίου με ανθρώπους που μιλούν αδιάκοπα, συγκρούονται, αναμετριούνται, μετανιώνουν, μονιάζουν, χωρίζουν, στηλώνονται ή καταρρέουν στην αγκαλιά του άλλου. Η μελαγχολία των άδειων χώρων που τοποθετεί τη δράση του, θυμίζει τις ζωές μας – τη στιγμή που κρισάρουμε και σκεφτόμαστε πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να τις έχουμε διαχειριστεί. Ταυτόχρονα η μητροπολιτική κίνηση (έξω από τα ταξί, τα λεωφορεία και τα τρένα όπου συναντιούνται οι ήρωες) τρέχει μπροστά. Κανείς δεν σε περιμένει να αποφασίσεις.
Αριστοτεχνικά γραμμένες, οι ιστορίες του Χαμαγκούτσι ανατρέπουν όσα νομίζουμε ότι βλέπουμε. Ή όσα νομίζουν οι ήρωες ότι ζουν. Ο σκηνοθέτης τραβάει συνεχώς το χαλί, μάς/τους αφαιρεί τον έλεγχο. Οχι γιατί θέλει να δείξει ότι ο άνθρωπος δεν είναι άξιος της μοίρας του. Αλλά γιατί βλέπει τη ζωή σαν μία σειρά από στιγμές που αλλάζουν τα δεδομένα μας – κι εμείς καλούμαστε να τις αποδεχτούμε, να προσαρμοστούμε και να προχωρήσουμε μπροστά.
Πικρό, πονεμένο, θλιμμένο και τρυφερό, με στιγμές που αγγίζουν την ποίηση, αυτό το κινηματογραφικό «sachiko» κεντάει διακριτικά τα μηνύματά του, αλλά σταματάει με αυτοπεποίθηση τον τροχό των συναισθημάτων όταν το βέλος συναντά την καρδιά.